Κυριακή, Οκτωβρίου 22, 2006

Το μεγάλο κέρδος από τις πρόσφατες κινητοποιήσεις των εκπαιδευτικών


Η ανάδυση μίας νέας κοινωνικής συνείδησης περί τα εκπαιδευτικά

Διαπιστώσαμε σε προηγούμενο άρθρο μας («Ροδιακή», 1/10/2006) –πλάι στ’ άλλα περί την εν εξελίξει κινητοποίηση των εκπαιδευτικών–, το άνοιγμα ενός καναλιού-ενός δημόσιου στην κριτική χώρου, το οποίο φέρνει πιο κοντά στα μάτια των πολιτών τη ‘φύση’ και το μέγεθος των προβλημάτων που δυσχεραίνουν έως και αποτρέπουν, την είσοδο της ελληνικής εκπαίδευσης στον 21ο αιώνα.

Δεν ήταν καθόλου αυτονόητη ή έστω εύκολη η διάνοιξη αυτού του καναλιού όσο και η οικειοποίησή του ως το έδαφος εκείνο πάνω στο οποίο οι επιμέρους δημόσιοι συζητητές θα αναπτύξουν επί του θέματος τα αιτήματά και τα επιχειρήματά τους. Αποφεύχθηκαν συμπτώματα που σε παρελθούσες περιπτώσεις εκπαιδευτικών κινητοποιήσεων έχοντας το πάνω χέρι, έφταναν στο σημείο να καθυποτάζουν και εν τέλει να συρρικνώνουν το ‘δίκιο’ των αυτών αιτημάτων και επιχειρημάτων στην προκρούστεια κλίνη της συντεχνιακής-εντός των ημετέρων τειχών «λογικής» τους –είτε αναφερόμαστε στους εκπαιδευτικούς είτε στους άμεσους ή έμμεσους κοινωνικούς τους ετέρους (γονείς, όμοροι συνδικαλιστικοί φορείς, πολιτικά κόμματα, Μ.Μ.Ε.).

Παρατηρούμε μέσα από όχι λίγα ‘παραδείγματα’ του εν ροή δημόσιου-εκπαιδευτικού βίου την ανάδυση μιας νέας κοινωνικής συνείδησης που αντιβαίνει και τελικώς υπερβαίνει την κοντόθωρη παλαιά προοπτική που βρίσκει την έκφρασή της στο μότο «ας τακτοποιήσουμε όπως-όπως τα του οίκου μας και μόνον». Η εντελώς πρόσφατα αρθρωμένη συνείδηση αντιτείνει: “η εκπαίδευση είναι οίκος ολωνών μας δίχως προνομιούχους ή ‘ελαττωματικούς’ συγκατοίκους”.

Ας ξεχωρίσουμε ορισμένα παραδείγματα-τεκμήρια της καινούργιας και συγχρόνως καινοτόμας κοινωνικής συνείδησης σε αντιπαραβολή με ομόλογα παραδείγματα-εκφράσεις της ομφαλοσκοπούσας παλαιότερης.

1) Παρότι τα πρώτα φυλλάδια μεταξύ των απεργών εκπαιδευτικών αναφέρονταν στο πρόσταγμα “εμπρός στο δρόμο που άνοιξαν οι φοιτητές μας τον φετινό Ιούνιο” (θυμίζω το κεντρικό σύνθημά τους: «Να μην αλλάξει τίποτα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση» -αναρωτιέμαι δε βρίσκουν τίποτα το …τριτοκοσμικό εντός της;), στην πράξη τούτη η συνδικαλιστική κορώνα ξεπεράστηκε και θα προσέθετα, ξεχάστηκε ολωσδιόλου, εξ αιτίας της κοινής σε πλείστους από μας κατανόησης, πως η …φρουτοποιία και των τριών βαθμίδων εκπαίδευσης είναι αρκούντως μουχλιασμένη, τόσο ώστε να χρειάζεται να αλλάξουν πολλά –πολλά και επιπλέον, άμεσα, δίχως πρόσθετες χρονοτριβές!

2) Και όχι μόνον οι μισθοί των εκπαιδευτικών! Μολονότι τα Μ.Μ.Ε., σύμφωνα με τα οικεία ακρωτηριαστικά τους ήθη έσπρωξαν στα ηλεκτρονικά ή συμβατικά τους πρωτοσέλιδα απομονωμένο το αίτημα της αισθητής βελτίωσης των μηνιαίων μισθών για τους εκπαιδευτικούς (είναι τοις πάσι γνωστό: εκφυλίζεται γοργά κάθε απεργία όπου ξερογλείφεται αποκλειστικά γύρω ένα μενού “παρωχών-αποδοχών”), οι απεργοί πέτυχαν να ορθώσουν-επαναδιατυπώσουν μια σειρά αιτημάτων, κατά την οποία προηγείται η αξιοπρέπεια του σχολείου συνολικά (μέσω λ. χ. α:νέων κτιριακών υποδομών, β:τακτικών κι όχι στο πόδι επιμορφώσεων των εκπαιδευτικών, γ:μιας αρμονικότερης αναλογίας μεταξύ μαθητών και διδασκόντων, δ:ενός πιο συγκροτημένου και εν τέλει πιο αποτελεσματικού μοντέλου διάρθρωσης των ξένων γλωσσών ως αυτόνομο γνωστικό αντικείμενο) και έπεται η αναζωογόνηση της τσέπης έκαστου χωριστά.

3) Αυτή ακριβώς η σειρά αιτημάτων είναι που έφερε στο πλευρό των δασκάλων και των νηπιαγωγών, από τα μέσα της προηγούμενης εβδομάδας και τους καθηγητές μέσης εκπαίδευσης. Δεν προτάχθηκε δηλαδή, από μέρους τους το παλαιομοδίτικο σκεπτικό του “ας απέχουμε, διότι δεν μετέχουμε των προβλήματα τους” (το «τους» υπογραμμισμένο) πολύ δε περισσότερο, η συνδικαλιστικότροπη συνήθεια του “να περιοριστούμε στην έκδοση απλών, -πλην ανέξοδων, προσθέτω- ανακοινώσεων συμπαράστασης”. Η συνάντηση των διδασκόντων και των δύο πρώτων βαθμίδων εκπαίδευσης ενώπιον των ΜΑΤ (των εντεταλμένων, αλλιώς κρατικών οργάνων του δημόσιου… διαλόγου!) δεν είναι απλώς και μόνον μίαν ευεξήγητη εκδήλωση συναδελφικότητας. Πάει πολύ παρά πέρα: στην δυσφορία που νιώθει κάθε ενεργός πολίτης έναντι στην αδιαλλαξία που εκφράζει κάθε φορέας εξουσίας –από εκείνο τον πρωθυπουργό που έχει ξεχάσει την “επανίδρυση του κράτους” στο πάνω-πάνω ράφι (επανίδρυση του κράτους χωρίς επανιδρυτές άπαντες τους πολίτες μοιάζει με κακόγουστο ανέκδοτο) μέχρι τον φέροντα σιδερογροθιά αστυνομικό!

4) Η κατάδειξη της υποκρισίας πολλών μεγαλοδημοσιογράφων που τίθενται –υποτίθεται– υπέρ του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης (η επαναληπτική χρήση του 1ου πληθυντικού-«τα παιδιά μας» στα χείλη των τηλεστάρ-γονέων που ψωνίζουν από τα σούπερ-μάρκετ των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων είναι αποκρουστικά λαϊκίστικη) πρώτα και κύρια από …συναδέλφους τους κυρίως του τύπου, σηματοδοτεί τη στροφή σημαντικής μερίδας των επαγγελματιών του δημόσιο λόγου προς μία πιο ανιδιοτελή και κοινωνικά ωφέλιμη κατεύθυνση: αναφέρομαι σε εκείνους που στις παρεμβάσεις τους αντέταξαν πέρα από σαφή κριτική εγρήγορση στην ανάλυση της εκπαιδευτικής επικαιρότητας και μίαν ειλικρίνεια -προθέσεων πρώτα απ’ όλα- στην αποδελτίωση της μέσα από τα ίδια τα Μ.Μ.Ε., αντί της διαδεδομένης γραμμής της ‘συναδελφικής συγκάλυψης’ –ή σε άλλες περιπτώσεις της ολομέτωπης επίθεσης (τα αντανακλαστικά της οποίας ωστόσο όλοι τα είδαμε έναντι του ασύδοτου πολιτικού λόγου που συχνά-πυκνά εκφέρει ο κος Ψωμιάδης).

5) Η κοινωνική απήχηση των αιτημάτων των εκπαιδευτικών (71% φτάνει το ποσοστό υποστήριξής τους για την περιοχή της Αττικής, όπως το καταμέτρησε η Kappa Research μεσούσης της 3ης εβδομάδας των σχετικών κινητοποιήσεων, βλ. «Ελευθεροτυπία», 4/10/2006) έρχεται σε προφανή διαφωνία με την παλαιότερη, και μίζερη, ας μου επιτραπεί να χαρακτηρίσω, νοοτροπία που έφερε πλήθος γονέων και κηδεμόνων όπως την εξέφραζε μέσα από ρήσεις του ύφους και του ήθους: «δεν έχω που να αφήσω (διάβαζε: παρκάρω) τα παιδία μου!»

Είναι όμως πλέον γεγονός: Δεν μπορούν οι γονείς πια να εθελοτυφλούνε. Το ομολογούσαν σιωπηρά κατά μονάδες παλιότερα. Το συνομολογούν ηχηρά σήμερα (βλ. τις διαδηλώσεις που οργανώθηκαν την Πέμπτη 5/10 στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη): «Είναι σχολεία αυτά για τα παιδιά μας!» (Σημ: Αφήστε δε που με την αφορμή των πρόσφατων δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών το σύνολο της ενήλικης ελληνικής κοινωνίας είχε για μια ακόμη φορά την… ευκαιρία να βρεθεί μαζικά, έστω και για λίγο, εντός του χώρου που διαβιούν τα παιδιά της σε καθημερινή και πολύωρη βάση!)

Επικαλέστηκα ορισμένα από τα –επαναλαμβάνω– όχι λίγα ‘παραδείγματα’ που μας βεβαιώνουν, αγαπητέ αναγνώστη, για την ανάδυση μιας νέας πολιτικής, σε τελική ανάλυση, συνείδησης γύρω απ’ τα εκπαιδευτικά. Και είναι αυτή η συνείδηση στην ακτίνα των πολλών φορέων της, όπως συνοπτικά δείξαμε, που έχει φέρει σε αμηχανία και σύγχυση πέρα από την κυβέρνηση (κι όχι μόνον την ‘αυτού εντιμότητας’ υπουργού) και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, στις δημόσιες παρεμβάσεις των οποίων περισσεύει η καιροσκοπική και για εσωτερική κατανάλωση συνθηματολογία (:από τις κυρίαρχες εκδηλώσεις της παλαιάς συνείδησης).

Αν τέλος, μέσα από αυτή την νέα συνείδηση αποκρυσταλλωθεί κι ένα νέο πολιτικό ήθος (αν δηλαδή πάρει τη μορφή έθους-συνήθειας) τότε αδιαμφισβήτητα οι απεργοί, όποτε κι αν επιστρέψουν στις σχολικές αίθουσες, θα έχουν ένα σημαντικό λόγο για να έχουν το κεφάλι ψηλά!




Παρασκευή, Οκτωβρίου 06, 2006

Από την “κρίση της παιδείας”στην κρίση των μύθων γύρω από την παιδεία


Όσο κι αν σ` αυτόν τον τόπο είναι αντικείμενο συστηματικής απαξίωσης ο δημόσιος κριτικός λόγος, τόσο ο εκάστοτε εγρηγορούντας πομπός του όσο και ο εκάστοτε ξάγρυπνος δέκτης του, βρίσκουν τον τρόπο του να συστήσουν μία επικοινωνία-κοινωνία πραγματικά ομιλούντων προσώπων, στο περιθώριο της κραταιάς, πλην κοινωνικά παρασιτικής διαπλοκής της κομματοκρατίας με τη μερίδα του λέοντος των ΜΜΕ –συνεπώς και της αγοράς. Και μόνο να σκεφτεί κανείς πόσο έχει κατασυκοφαντηθεί –διαχρονικό τροπάρι– η λέξη “κρίση”, κρίση στην τάδε ή στην δείνα κοινωνική σφαίρα, γίνεται απ` ευθείας κατανοητό το κουτσούλισμα που απολαμβάνει κατάμουτρα και καθ’ έξιν η δημόσια κριτική προσέγγιση. Διότι “κρίση” δεν σημαίνει, όπως η συνήθης χρήση της την άγει και τη φέρει, διατάραξη ή διάβρωση του υγιούς, πολύ δε περισσότερο ανάδειξη και προσχώρηση στην ανωμαλία.

Η λειτουργία της κρίσης ανταποκρίνεται στην ανάγκη μας να κάνουμε ένα βήμα πιο κοντά στην κατανόηση και στον ανα-σχεδιασμό της πραγματικότητας. Να αυτενεργήσουμε σε εκείνο το άλμα, πέρα από τα σύννεφα-αυταπάτες, που συγκροτούν το τάχα ασφαλές ιδιωτικό μας λημέρι μέχρι εκείνη την ωραία πρωία, όπου μία απροειδοποίητη ΜουΜουΈδικη αιθρία μας υποχρεώσει να δηλώσουμε πως πλέον “πέσαμε από τα σύννεφα” –είτε πρόκειται για εντόπια τρομοκρατία, είτε για ρασοντυμένη ορθοδοξία, είτε για υποκλεπτόμενη τηλεφωνία, από υπουργό μέχρι μανάβη και από μανάβη μέχρι υπουργό.

Είτε πρόκειται για την ημετέρα των Ελλήνων παιδεία –για να περιοριστώ στο θέμα μου αγαπητέ αναγνώστη.

Το δεκαπενθήμερο των πρόσφατων κινητοποιήσεων στην πρώτη βαθμίδα της εκπαίδευσης, μπορεί, εξ αιτίας των κλειστών ή υπολειτουργούντων σχολείων, να προκάλεσε άμεσα την αναμενόμενη από τους απεργούς αναστάτωση στους άεργους πλέον μαθητές μας και στις πνιγμένες σ` ένα κάρο πρακτικές μέριμνες οικογένειές τους, όμως η «κρίση στην παιδεία» –κρίση επαναλαμβάνω, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, με την έννοια δηλαδή της κριτικής προσέγγισης– μόλις τις τελευταίες ημέρες φαίνεται να έκανε την παρουσία της στο επίπεδο του δημόσιου (δια)λόγου. Λίγο η απαγκίστρωση των απεργών από τον οικονομικό πυρήνα των αιτημάτων τους και η πρόταξη μιας “αξιοπρέπειας”, που δύναται να επιστρέφει στην υπουργό τα δύο ανά μήνα ευρώ την προσεχή τριετία (βλ. ενδ. Ελευθεροτυπία, 25-9-2006), λίγο και η απομάκρυνση του όλου ζητήματος από τους μονομερείς προβολείς της τηλε-ειδησεογραφίας γύρω από τα περί κουμπάρων και δημόσιων τρύπιων κουμπαράδων, φαίνεται πως ανοίγει σιγά σιγά ένα κανάλι, όπου φέρνει στα μάτια των πολιτών ολοένα πιο κοντά και πιο άμεσα το πρόβλημα –συνεπώς και την “κρίση” του, δηλαδή την κριτική του προσέγγιση.

Με την ανιδιοτελή μέριμνα πρώτα του απλού πολίτη και έπειτα με την έγνοια και όχι απλώς με την ιδιότητα του εκπαιδευτικού, θα προσπαθήσω σύντομα κατ` ανάγκην να ασκήσω την προσωπική μου “κρίση” πάνω στην τρέχουσα εκπαιδευτική πραγματικότητα –επαναλαμβάνω, για την κατανόηση και τον ανασχεδιασμό της.

Κατανόηση όμως, όπως είπαμε, δίχως κατάδειξη του φαλακρού κρανίου του βασιλιά, δίχως την εξιχνίαση δηλαδή των πλέον διαδεδομένων μύθων γύρω από την παιδεία, δεν είναι κατανόηση σωστή. Ας πιάσουμε λοιπόν τους ισχυρότερους, καθότι δημοφιλέστερους, μύθους από αυτούς έναν-έναν:

α) Ο μύθος της δωρεάν δημόσιας εκπαίδευσης:

Όσο κι αν μας το αρνούνται οι αναθρεμμένοι υπό τον λαϊκισμό της δεκαετίας του ‘80 επί του θέματος εθισμοί, εκπεφρασμένοι είτε από τους συντάκτες των τριών τελευταίων συνταγμάτων, είτε από τα πλακάτ πλήθους φορέων της εκπαίδευσης και των τριών βαθμίδων σε κάθε τους διαδήλωση (“προάσπιση του δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης”), μόνον ο έκαστος οικογενειακός προϋπολογισμός, ο οποίος σημειωτέον συναθροίζεται σε τεράστια οικονομικά μεγέθη, γνωρίζει τι δαπάνες ανά έτος προετοιμάζει για φροντιστήρια σχεδόν όλων των γνωστικών αντικειμένων και των ειδών (είτε για ξένες γλώσσες και υπολογιστές είτε για εκθέσεις ιδεών και θέματα εκπαιδευτικών για τις ανά διετία εξετάσεις του ΑΣΕΠ) στα οποία, υποτίθεται, ότι η δημόσια εκπαίδευση μονοπωλεί.

Όσο το “σαπούνι και το σχοινί” της παραπαιδείας διαφεύγει των μεταρρυθμιστικών σχεδιασμών που απαιτούνται με κεντρικό σκοπό την ολοσχερή απόσυρσή τους (ρυθμίσεων για τις οποίες το 5% του ετήσιου προϋπολογισμού είναι απλώς μία μίνιμουμ προϋπόθεση), η δημόσια εκπαίδευση –αποφεύγω σκοπίμως να πω παιδεία– αμφότερα θα τα φέρει σφιχτά στο χέρι και το λαιμό της αντιστοίχως.

β) Ο μύθος της φιλελεύθερης εκπαιδευτικής πολιτικής:

Η κυρία Γιαννάκου, σε πρόσφατη τηλεοπτική της παρουσία (ΝΕΤ, «Προσκήνιο», 25-9-2006), ολωσδιόλου πεπεισμένη για την ορθότητα της ακόλουθης δήλωσής της, διετράνωνε πως διαβιούμε “σε κράτος με φιλελεύθερη διακυβέρνηση” -συνεπώς φιλελεύθερο και στα εκπαιδευτικά. Το μέγεθος της αυταπάτης –ή, για να γίνουμε ολιγότερο αφελείς, της εξαγγελλόμενης πλάνης-ρητορείας– δεν μας επιτρέπει ούτε προς στιγμή να αστειευτούμε με την αστοχία της “με μητέρα δασκάλα” και προσφάτως αυτοχαρακτηριζόμενης “έντιμης” υπουργού. Από την πληθώρα των παραδειγμάτων και των επιχειρημάτων που αποσαφηνίζουν την αστοχία της κυρίας υπουργού διαλέγω “από τα ρηχά” διερωτώμενος:

- Μπορούν τα δημόσια πανεπιστήμιά μας να καθορίσουν επακριβώς και κατ’ αποκλειστικότητα τη διαδικασία επιλογής των φοιτητών τους; Ή να ελέγξουν, έστω, τον ανάλογο με τις υποδομές τους αριθμό των ετήσιων εισακτέων τους; (Το ζήτημα της αυτοδιαχείρισης των οικονομικών για τις πανεπιστημιακές σχολές δεν το αγγίζω καν –είπαμε: θα ψαρέψουμε “από τα ρηχά”).

- Είναι σε θέση τα ανά την Ελλάδα ιδιωτικά σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να συντάξουν και εν τέλει να προκρίνουν στην πράξη δικά τους προγράμματα σπουδών ή αυτοτελή εγχειρίδια σπουδών μαθητή και δασκάλου, που θα υπακούν σε παιδαγωγικά κριτήρια, της δικής τους ωστόσο επιλογής;

Δεν είναι μόνον η υπουργός που πανηγυρίζει για την είσοδο των 56 νέων βιβλίων στις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Είναι και αρκετά μέλη του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ορισμένα από τα οποία ωστόσο αδυνατούν να αποσιωπήσουν τον συγκεντρωτισμό που επέβαλε το υπουργείο στη σύνταξη των νέων προγραμμάτων σπουδών (ΔΕΠΠΣ)[1]. Και, παρότι, ‘εύλογοι’, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν οι εν λόγω πανηγυρισμοί –αντικατεστάθησαν εγχειρίδια που γυροέφεραν τον ήλιο 25 φορές, με εκατοντάδες μαθητών της προηγούμενης γενιάς οι όποιοι τα βρήκαν αργότερα μπροστά τους ως δάσκαλοι!– δεν είναι δυνατόν να μην επισημανθεί πως το όλο εγχείρημα είναι μία καλή απάντηση σε παιδαγωγικό αίτημα ωστόσο του προηγούμενου αιώνα (δεκαετία του `90 –υπέρ της αυτενέργειας του μαθητή).

Τούτου εδώ, του 21ου, αίτημα είναι, το πολλαπλό –για έκαστο γνωστικό αντικείμενο– βιβλίο (υπέρ της κατοχυρωμένης θεσμικά δηλαδή, αυτενέργειας και του επιστήμονα-δασκάλου). Εκτός κι αν επιμένουμε στον ισχυρισμό, πως η χρονική απόσταση που χωρίζει τα ευρωπαϊκά από τα… βαλκανικά εκπαιδευτικά αιτήματα και τις συναφείς επιλύσεις τους, είναι μόλις των δύο δεκαετιών –συνεπώς και των πέντε τετραετών κυβερνήσεων, τουλάχιστον!

γ) Ο μύθος περί του διαλόγου ως μέσου που διασφαλίζει το πλαίσιο, στο οποίο πραγματοποιούνται οι εγχώριες εκπαιδευτικές μας ζυμώσεις:

Μήτε επιχειρήματα, μήτε παραδείγματα «των λέξεων», χρειάζεται να επικαλεστεί κανείς, για να κάνει φαεινότερο ό,τι καθιστούν απ` άκρη σ` άκρη πασιφανές τα φωτογραφικά καρέ και τα τηλεοπτικά πλάνα από τον εν εξελίξει 'διάλογο' που πραγματοποιούν οι δάσκαλοι και οι νηπιαγωγοί με τα πλέον κατάλληλα κρατικά όργανα ανταλλαγής απόψεων, ιδεών και προτάσεων (με προϋπηρεσία πολλών ετών διαλόγου, αν θυμάστε, με τους συνταξιούχους μας): τα ΜΑΤ!

Είναι ισχυρή η προκατάληψη που θέλει τους ανθρώπους της τέχνης περισσότερο και της επιστήμης λιγότερο, πρόσωπα με ατροφική τη σύνδεσή τους με τον κοινωνικό περίγυρο και τα προβλήματά του ('ζουν στον κόσμο τους', ως 'περιθωριακοί καλλιτέχνες' οι μεν, ως 'τρελλοί επιστήμονες' οι δε). Όμως οι παραπάνω τρεις πολύ συνοπτικά σχολιασμένοι μύθοι περί της εγχώριας εκπαίδευσης δεν αφορούν συγκεκριμένες κοινωνικές ή επαγγελματικές ομάδες –τους δασκάλους ή τους νηπιαγωγούς, των οποίων το έργο εξάλλου συνίσταται σε μία επιδέξια σχοινοβασία πάνω στο δίπολο που συγκροτεί η τέχνη με την επιστήμη. Διότι πρώτον, στην υπόθεση της παιδείας (εδώ μόνον η λέξη “παιδεία” ταιριάζει) συμμετέχουν παντοιοτρόπως οι πάντες και δεύτερον, διότι επίσης οι πάντες, είμαστε, άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο, ανοχύρωτοι έναντι τόσο ισχυρών μύθων –ιδίως όταν αποσιωπούμε στον εαυτό μας κατ΄ αρχήν και έπειτα στους άλλους την “κρίση” μας.

Υποπτεύομαι όμως, πως υπάρχει μια διαφορά μεταξύ ημών των πολιτών –και συνάμα εκπαιδευτικών– και της κατά δήλωσίν της «εντίμου» υπουργού –και καθένα ή καθεμίας υπουργού– παιδείας (ή ό,τι άλλο μεγαλεπώνυμο) σε ό,τι αφορά τη στάση μας έναντι των μύθων, που κατακλύζουν την αντίληψη και ναρκοθετούν τις συνήθειές μας γύρω από τα εκπαιδευτικά του τόπου μας: ο πλανημένος πολίτης δεν είναι το ίδιο κοινωνικά επιβλαβής με τον πλανημένο, την πλανημένη εν προκειμένω, πλην «έντιμη» υπουργό.



* 1η δημοσίευση: Εφημερίδα «Ροδιακή», Κυριακή, 1/10/2006



[1] Βλ. τις ενδεικτικές δηλώσεις της επίκουρου καθηγήτριας του ΑΠΘ και επικεφαλούς της Συντακτικής Ομάδας για το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού, κας Ρεπούση στο αφιέρωμα των “Νέων”, 16-9-2006, κυρίως δε στο “Θέμα της Κυριακής”, 17-9-2006, για τους «φιλελεύθερους» περιορισμούς που της ετέθησαν από τα ΔΕΠΠΣ.