Τετάρτη, Οκτωβρίου 15, 2008

Για την Τέρα Άμου



(Αποσπάσμα από την παρουσίαση του βιβλίου στη Ρόδο στις 20/9/2008)

Δεν ανήκουν ούτε στις δικές μου προτιμήσεις, ούτε στου ίδιου του Νίκου, οι από καθέδρας φιλολογικές αναλύσεις. Ως δάσκαλοι και οι δύο γνωρίζουμε πολύ καλά τους περιορισμούς του φιλολογικού ορίζοντα σε τέτοιες περιπτώσεις – σε τέτοιου είδους συναντήσεις. Για να κάνω ένα βήμα παραπέρα, θα έλεγα, ότι η γενιά μας, η γενιά που κατά την τελευταία πενταετία προχώρησε στη δημοσίευση της δημιουργικής της σοδειάς, έχει περασμένη έντονα στο πετσί της το πνευματικό κενό που προκύπτει και δυστυχώς εξακολουθεί να αναπτύσσεται από το κύρος του μονολόγου.

Αυτή είναι και η αιτία που θα μιλήσω εδώ για την “Τέρα Άμου”, πρωτίστως ως αναγνώστης, ως δηλαδή κάποιος σε ανοιχτή συσχέτιση, σε διαρκή συνομιλία με τον πάνω και τον μέσα κόσμο του βιβλίου.

Ναι, η “Τέρα Άμου” διακρίνεται σε δύο κόσμους: στον πάνω και τον μέσα της κόσμο. Έτσι αντιλήφθηκα εξ αρχής την πρόθεση και, κυρίως, την δομική στόχευση του συγγραφέα: να στήσει από τη μία πλευρά, ένα διευρυμένο κάδρο προσώπων, γεωγραφικών συντεταγμένων και καταστάσεων, που γίνεται άμεσα προσλήψιμο με την πρώτη κιόλας ανάγνωση, και από την άλλη, να “κεντήσει”, μέσα και γύρω από το κεντρικό του μοντάζ, μια σειρά επεισοδίων πολύ ενδιαφερόντων αισθητικά, που επιτυγχάνουν να διεγείρουν τη σκέψη μας, έως, δε θα διστάσω να πω, και την πολιτική της περιοχή.

Στον πάνω κόσμο της “Τέρα Άμου” κατοικούν, μεταξύ άλλων, η Μαρία και η μητέρα της, η κυρία Ανθούλα, ο Πέτρος και ο Μάρκος, ο Αλέξης και η Σοφία, ο Μανώλης και η Άρτεμις, κυρίως δε: η Νίσυρος, τόσο με την ποικιλόμορφη ανθρωπογεωγραφία της, όσο και με το ποιητικό και υπαρκτικό της φως. Ένα φως που χρωματίζει ή αποχρωματίζει, ανάλογα με τις κινήσεις της μπαγκέτας του συγγραφέα, τα πάθη και τα παθήματα των κεντρικών του ηρώων. Ένα φως που, επαναλαμβάνω, καθιστά την οριζόντια διάσταση του βιβλίου εύκολα προσπελάσιμη στο πρώτο και γρήγορο ακόμη βλέμμα του αναγνώστη.

Δεν εξαντλείται όμως έως εκεί η “Τέρα Άμου” – στην ίντριγκα, όπως συμβαίνει κατά κόρον στη σύγχρονη πεζογραφία μας. Διότι, όχι μόνο εμπεριέχει τον πυρήνα των πολλών συνισταμένων της –πρωτίστως των προσώπων και των μεταξύ τους δράσεων– και, αλλά το κυριότερο: μας τον ανοίγει, μας τον προσφέρει!

Ας περιοριστώ σε δύο παραδείγματα. Στη σελίδα 29 διαβάζουμε, σε πλάγιους χαρακτήρες για πρώτη φορά μέσα στην κεντρική αφήγηση, το ακόλουθο υποκεφάλαιο:

«Η Μαρία δεν θα είναι και φέτος εδώ να δοκιμάσει λίγο απ’ το σταφύλι μου», είπε με παράπονο το αμπέλι.

«Ήθελε ν’ αντικρίσει, να ψηλαφίσει το πρόσωπο της ζωής που της έμαθε εκείνο το γκρίζο κουτί, τηλεόραση θαρρώ το λεν οι άνθρωποι», είπε η νεραντζιά απ’ τον επάνω μαχαλά και ξίνισε τα μούτρα της.

«Θέλεις να’ ρθεις να μείνεις μαζί μας εδώ στην Εδέμ της θάλασσας»

«Θ’ αστειεύεσαι, βέβαια! Το αλάτι θα ξεράνει τις ρίζες μου, θα χλομιάσω και θα απομείνω σαν κουφάρι», απάντησε έντρομη. «Σιγά μην είναι έτσι η Εδέμ. Ένας επίπλαστος και επισφαλής κήπος είναι».

Είναι το σημείο, όπου ο Νίκος παίρνει από το χέρι τον αναγνώστη του και τον προτρέπει να ακολουθήσει τη ροή του βιβλίου από μία εσωτερική και αθέατη, εκ πρώτης όψεως, διαδρομή: μία διαδρομή μέσα από τα υλικά του έργου του, όπως είναι τα στοιχεία της φύσης και, κυρίως, η φανταστική λαλιά τους, και όχι απ’ έξω από αυτά, εξ αποστάσεως, κατοπτρικά.

Ίσως προκύψει το ερώτημα: “και πού εντοπίζεται η πρωτοτυπία; – Βρίθει από προσωποποιήσεις και μεταφορές η εντόπια λογοτεχνική μας γραφή”. Ουδεμία αντίρρηση: ούτε το ανά χείρας βιβλίο συνιστά προιόν, περίπτωση παρθενογενέσεως. Όμως, ιδού η διαφορά: στην “Τέρα Άμου” η φύση δεν εμπλέκεται μέσω κάποιας διάθεσης ανθρωπομορφισμού από μέρους του συγγραφέα, διότι απλούστατα δεν είναι αυτή η λειτουργία της μέσα στο έργο. Συμβαίνει κάτι πιο ουσιαστικό: Στο πλαίσιο της παρούσας μυθοπλασίας η φύση δεν υπόκειται στις εντολές του ανθρώπου. Με απλά, πλην σαφή, λόγια, η φύση είναι –με αναπότρεπτες πολλές φορές συνέπειες για την πορεία της ανθρώπινης μοίρας. Όπως στη ζωή.

Θα κλείσω με το δεύτερο παράδειγμα που επαληθεύει και φωτίζει εκ νέου την εσωτερική σπονδύλωση του μυθιστορήματος: τη στοχαστική διάθεση–προτροπή του συγγραφέα. Ας μιλήσει και πάλι πρώτα το ίδιο το κείμενο:

«Η ημέρα των εκλογών έφτασε. Το προηγούμενο βράδυ είχαν διαδραματιστεί κωμικοτραγικά γεγονότα προς άγρα ψήφων της τελευταίας στιγμής. Τα ζυμαρικά δεν είχαν πλέον την τιμητική τους. Ελάχιστες οι περιπτώσεις. Τώρα μιλούσαν τα χαρτονομίσματα σε μικρές δεσμίδες. Όσο περισσότερα τα μέλη των οικογενειών που έρχονταν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα τόσο περισσότερες οι δεσμίδες των χαρτονομισμάτων.

Οι πιο ηλικιωμένοι είχαν κιόλας σχηματίσει ουρά έξω από τα εκλογικά τμήματα. Με το τέλος της κυριακάτικης Θείας Λειτουργίας αυξήθηκε κατακόρυφα ο αριθμός εκείνων που περίμεναν στον προαύλιο χώρο του Ζωσιμοπουλείου. Πολλές παρακλήσεις και κρυφές προσευχές για τη νίκη του ενός ή του άλλου υποψηφίου είχαν ανέβει ως θυμίαμα στον ουρανό. Ένα θυμίαμα που είχε κάτι από τη βαριά μυρωδιά του ηφαιστείου. Σα δεν ντρέπονταν να ανάβουν τέτοια ρυπαρά, εκλογικά θυμιάματα με σκοπό να βάλουν και το Θεό ακόμη συμμέτοχο και εγγυητή στα βρώμικα πολιτικά τους σχέδια.

Ανά δυο ώρες μικρά πλοιάρια έφερναν ψηφοφόρους από τις νισύρικες παροικίες της Ρόδου και της Κω. Το σκηνικό θύμιζε μικρό Δεκαπενταύγουστο που είχε επισκεφθεί ξανά το νησί, καταρρίπτοντας τη φυσική ροή του χρόνου. Αγκαλιές απλώθηκαν να δεχτούν εγγόνια και ανίψια. Δεν ήξεραν άραγε πόση χαρά έδιναν στη Νίσυρο, που τώρα ένιωθε να ξαναγεννιέται με τόσα σπίτια γεμάτα ζωή; Όπως κάποτε που έσφυζε ο τόπος από αγάπη, γέλια και ανθρώπους που διέκριναν γραφές στον ουρανό.

Οι καιρικές συνθήκες είχαν συμβάλει στην ομαλή ροή των ψηφοφόρων και γενικότερα στη διεξαγωγή των εκλογών. Το μικρό καλοκαιράκι του αγίου Δημητρίου ήταν συνεπές στη φετινή του παράσταση. Θα έμενε στη Δωδεκάνησο για τουλάχιστον δυο βδομάδες. Όχι, δεν είχε έρθει να ψηφίσει κάποιον ούτε είχε δωροδοκηθεί. Τα καλοκαίρια δεν ψηφίζουν, δε δωροδοκούνται. Ψηφίζονται μονάχα και παίρνουν πάντα την πλειοψηφία από εκείνους που τα αγαπούν και τα περιμένουν με την ελπίδα να αναγεννηθούν μες στο χρυσό φως.»

{σελ. 202 – 203}

Εξαιρετικό και κατά τη γνώμη μου, ευθύβολο: Δύο οι εικόνες της ψήφου, της σύγχρονης δωδεκανησιακής, της σύγχρονης ελληνικής ψήφου. Η ανίσχυρη πολιτική ψήφος και η ισχυρή: η ψήφος του καλοκαιριού, η ποιητική ψήφος. Μήπως ονειροβατεί ο νεαρός μας συγγραφέας ή άραγε στοχάζεται με έναν –γιατί όχι;– ευρηματικότατο ρεαλισμό; Έναν ρεαλισμό που, κλείνοντάς μας το μάτι, μας ψιθυρίζει: Στοχαστείτε και εσείς. Ποια είναι η ισχυρή σας ψήφος; Η επί πολιτικού ή επί του ποιητικού – προσωπικού σας εδάφους;

Η επιτυχία λοιπόν του βιβλίου δεν έγκειται, παίρνω το θάρρος να πω, στο ότι αναρριχήθηκε για ορισμένους μήνες στις πρώτες θέσεις των ευπώλητων για την τρέχουσα εκδοτική παραγωγή. Δεν συναρτάται καν από την προσωπική περηφάνεια που νοιώθει ένας φίλος για τη μεταμόρφωση του παλιού του συμφοιτητή από απλό βιβλιόφιλο και δόκιμο γραφιά σε έναν ελπιδοφόρο και ήδη ετοιμόλογο συγγραφέα. Έχει να κάνει με την αυτάρκεια και τον πλουραλισμό της “Τέρα Άμου” ως έργου. Ως ολοκληρωμένου μυθιστορήματος. Η διαμελισμένη φράση του τίτλου του, η φράση “Τέρα Άμουαπό το “Μητέρα μου”, είναι η μοναδική περίπτωση “δυσλεξίας” σε ένα ακέραιο, αγαπημένο πια έργο.

Ένα τραγούδι για την Μαρία, την πρωταγωνίστρια της Τέρα Άμου



Εκτενές "ρεπορτάζ" και φωτογραφικό υλικό
από την βιβλιοπαρουσίαση της Τέρα Άμου στο ομώνυμο ιστολόγιο:
http://tera-amou.pblogs.gr/2008/08/h-tera-amoy-sth-rodo-2.html

Δεν υπάρχουν σχόλια: