Δευτέρα, Ιουλίου 29, 2013

Για τα φρεσκοκαμένα και τα παλαιοϊσοπεδωμένα

Φωτογραφία: Αργυρώ Β.

Ανεβοκατέβηκα προχθές την Σωκράτους (η οδός-ραχοκοκκαλιά της Π. Πόλης Ρόδου) έπειτα από αρκετό καιρό.

Πενθούμε -κι ορθώς- για τις νέες χιλιάδες καμένων στρεμμάτων στο νησί (μιλάμε για αμέτρητα οικοσυστήματα - δίχως υπερβολή), αλλά για την επί χρόνια ισοπεδωμένη αυτή ζώνη μέσα στην καρδιά τούτου του τόπου είμαστε απολύτως εξοικειωμένοι.

Όσο κι αν γυμνάσει το βλέμμα του κανείς για να αποφεύγει εν γένει την ασχήμια και την κακογουστιά  - σε αυτήν την λωρίδα που είναι πέρασμα για τον πεζό και κανάλι της αγοράς συγχρόνως, είναι αδύνατο να παραμείνει αλώβητος. Το φολκλόρ είναι αμείλικτο.

Ίσως πει κάποιος πως η αναλογία είναι άνιση: καμένα δάση από τη μια - μία ισοπεδωμένη περιοχή της αγοράς από την άλλη.

Θα είχε δίκιο - αν η αισθητική της οδού Σωκράτους εξαντλούταν εκεί. Δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Απλώς για τα άλλα παραδείγματα έχουν ειπωθεί πολλά - ορισμένα στη σφαίρα της υπερβολής κι άλλα στη σφαίρα της απλής ρητορείας: λχ για τα μπαράκια και τα λογής νυχτομάγαζα που έχουν μεταλλάξει τον χαρακτήρα της Π. Πόλης (εδώ η υποκρισία χτυπάει κόκκινο και το αντιλαμβάνεται και ο πλέον αδαής, όταν στο στερεότυπο πέρασμα του περιπολικού το κάθε μαγαζί χαμηλώνει τη μουσική του για ένα δίλεπτο - το περισσότερο) ή τα πολλά μαγαζιά του Νεοχωρίου που διατηρούν άφθαρτη την μόδα των '80ς - κατά βάση όχι χάριν φαντασιώσεως, αλλά εξ αιτίας μιας πρόχειρης λογιστικής αντίληψης στερούμενης κριτηρίων γούστου.

Κι εδώ είναι η «γέφυρα» που ενώνει τα μεν φρεσκοκαμένα με τα δε παλαιοισοπεδωμένα: η γρήγορη "μπάζα". Η αρπαχτή: αυτό το ενδημικό του ελληνικού τουρισμού τέρας που κρύβεται πίσω από όλα αυτά τα παρακμιακά. Βάλε μία φωτιά που θα οδηγήσει στο χτίσιμο της τάδε ξενοδοχειακής μονάδας – πάμε με τα ίδια μυαλά για μια ακόμη σαιζόν πολλών και γρήγορων εσόδων και λίγων εξόδων.

Έχω ασφαλώς αντίληψη πως περιγράφω ένα «σχήμα» – δεν μπαίνω στις λεπτομέρειες, στις διακρίσεις και στην ακριβολογία μιας μελέτης.

Δεν είναι επί του παρόντος το χρειαζούμενο – το πρωτεύον είναι να διερωτηθούμε: αυτή η τριετία των μνημονίων, όπου περισσεύουν τα παράδοξα (λχ: οργή για τα 2 πρώην μεγάλα κόμματα εξουσίας από τη μία - δικομματική κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου από την άλλη), μάς βάζει απέναντι σε χρόνια προβλήματα, όπως οι εμπρησμοί ή η τουριστική ανάλωση του νησιωτικού μας τοπίου, να σκεφτούμε και να δράσουμε ως πολίτες διαφορετικά;

Αν όχι, θα εξακολουθούμε να ψηφίζουμε πολιτικούς που θα νομιμοποιούν το ξενοδοχειακό συγκρότημα που χτίστηκε την μεθεπόμενη της στάχτης.


Αν όχι, θα τρέχουμε πίσω από τη συνταγογραφημένη αισθητική και τη μικρολογιστική αρχή της αρπαχτής – χωρίς εμπνεύσεις κι επιδόσεις και χωρίς φυσικά να καταβάλλονται οι σχετικοί φόροι στο Δημόσιο (η αρπαχτή έχει, ως γνωστόν, δύο τουλάχιστον μέτωπα, τον πελάτη και τον πολίτη): από την πρωταθλήτρια Ρόδο μέχρι την Μύκονο της αδιάπτωτης σπατάλης – εκεί όπου άδουν οι «μέσοι άνθρωποι» της εποχής μας – εκείνοι που λαϊκίζουν κατά των μνημονίων, μεταξύ 20ης και 21ης σαμπάνιας.    

Τρίτη, Ιουλίου 16, 2013

Οι "ΝΟΝ TROPO" στο BONITO: μουσική βραδιά



Την μουσική βραδιά "Στον κήπο του Αυγούστου"
θα παρουσιάσουμε με τους NON TROPO
σε λίγες εβδομάδες στο BONITO Cafe & Gallery.

Συμμετέχει η Σοφία Κουτσάκη

[Φωτογραφία Αφίσας: Νίκος Χατζηκαλημέρης]

Κυριακή, Ιουλίου 07, 2013

Βιτρίνας όψεις


Στα χρόνια που ήμουν μαθητής Γυμνασίου και Λυκείου (’88-‘93) η υπέρμετρη αυστηρότητα στην βαθμολόγηση καταξίωνε τον καθηγητή. Κι αδικούσε αυτονόητα τον μαθητή - καθώς μία ολόκληρη γενιά καθηγητών επένδυε, κατά μείζονα λόγο, σε αυτή την παράμετρο της τότε σχολικής μας ζωής, το όποιο της κύρος.

Χαρακτηριστικά θυμάμαι μία καθηγήτρια Αρχαίων στο Λύκειο (20ο Αθηνών) όπου κόμπαζε με αμείωτη φιλαρέσκεια για την αξιολογική κλίμακα που είχε η ίδια επινοήσει: «το 16 είναι το δικό μου το Άριστα – το 17 είναι για το Άγιο Πνεύμα, το 18 για τον Ιησού, το 19 για το ίδιο το Θεό και τέλος, το 20 είναι για τον …Κανένα!» (και δεν εννοούσε τον ομηρικό Οδυσσέα).

Ήταν το μεταίχμιο μιας ολόκληρης εποχής: ο εκπαιδευτικός σαδισμός (πανίσχυρος και άκαμπτος κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο) έδινε τη σκυτάλη του στο νεογνό του σχολικού λαϊκισμού που τότε έβγαζε τα πρώτα του κοφτερά δοντάκια: «αυξάνονται οι θέσεις στα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ» – «θα εξισωθούν τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ» – κοκ στην αυτή τονικότητα και για τις τρείς βαθμίδες: όπου για τις δύο πρώτες κυρίως, εμπεδώθηκε το ακλόνητο μετέπειτα αξίωμα «δεν επαναλαμβάνει μαθητής δεύτερη χρονιά την ίδια τάξη».

Σήμερα έχουν έλθει τα πάνω κάτω. Ο σχολικός λαϊκισμός έχει γίνει καθεστώς. Σε τέτοιο βαθμό που επί σειρά ετών δημοσιεύονται στις τοπικές εφημερίδες οι Αριστούχοι όλων των τάξεων – από την Α’ Γυμνασίου μέχρι την Γ’ Λυκείου.

Ντουζίνες μαθητών με βαθμολογία από 18συν μέχρι ολοστρόγγυλα 20άρια. Πάμπολλες οι περιπτώσεις μαθητών με ολοστρόγυλλα 20άρια!

Δεν θέλω να μπω εδώ σε εκείνη την εξαιρετικά κρίσιμη πτυχή που εξετάζει αν στα τρέχοντα κριτήρια βαθμολόγησης έχει προτεραιότητα η κριτική σκέψη, η ομαδοσυνεργατικότητα και η πρωτοτυπία έκφρασης των μαθητών – σε αντιδιαστολή με την ηγεμονία της παπαγαλίας. Ας περιοριστώ «στον αφρό».

Ή πιο σωστά στην «βιτρίνα» - στην βιτρίνα εμπορικών καταστημάτων που πρώτα μασκοφορέθηκαν τα Ιδιωτικά Γυμνάσια και Λύκεια μέσα στην ευρύτερη «εκπαιδευτική αγορά». Τα οποία, εν τέλει, «νομιμοποιούνται» να συμπεριφερθούν έτσι από τη φύση της αποστολής τους η οποία κωδικοποιείται στη ρήση: ο πελάτης έχει πάντα δίκιο.

Γιατί όμως η βιτρίνα απασχολεί στον ίδιο βαθμό και τα Δημόσια Γυμνάσια και Λύκεια;

Δεν γίνεται μήπως απευθείας κατανοητό πως εμπεδώνεται στους γονείς μία αντίληψη πελατειακή («εδώ, οι καλές βαθμολογίες!») και στους μαθητές μία μορφή αδικίας ανάποδη από αυτή που υπέστη η δική μου γενιά;

Σταματώ εδώ – για να προχωρήσει η συζήτηση. Με την ευχή να πάει και στα πιο βαθιά.