Τετάρτη, Δεκεμβρίου 23, 2015

Ένα κινηματογραφικό ποίημα



[Φωτ.: Π. Δ., "Μπαίνουμε στην ταχύτητα του φωτός", 2011]


Δεν θα μιλήσω ως φαν – διότι απλούστατα τέτοιος δεν είμαι (και η ίδια η λέξη ακόμη μού είναι αποκρουστική). 

Θα μιλήσω ως παιδί. Ως το παιδί που έχει μεγαλώσει μέσα μου – και περιέχει αυτό που κάποτε υπήρξε.

Τόσο για μένα προσωπικά, όσο και για πολλούς συνομηλίκους μου «Ο πόλεμος των άστρων» ήταν ένα ποίημα. Ένα μαγικό κινηματογραφικό ποίημα.

Μας σαγήνεψε με τη πληθυντική αισθητική του γλώσσα – από τη μουσική του Γουίλιαμς μέχρι τη λαλιά των ρομπότ και των λογής πλασμάτων του γαλαξία του. Με τη συριστική ανάσα του Ντάρθ Βέιντερ και τον διάκοσμο του που, αναλόγως, διαστελλόταν ή συστελλόταν με την ταχύτητα του φωτός.

Με θυμάμαι στις σκοτεινές αίθουσες της λεωφόρου Αχαρνών («Όσκαρ» / «Γωγώ»), όπως και τους τριγύρω μου, την εποχή του “Empire Strikes Again” να βυθιζόμαστε από κοινού σε ένα άλλο παράλληλο σύμπαν. Το παραμύθι ακολουθούσε. Θέλω να πω: μαγευόσουν πρώτα από όσα δεν ήξερες – κι έπειτα, από όσα σού ήταν γνωστά, ή έστω, απλώς οικεία.

Γι’ αυτό κι επιμένω να το αποκαλώ «ποίημα».

Μεγαλώνοντας ήρθε η μελέτη και η ανάλυσή του – η καταβύθιση στην ιστορία του κινηματογράφου που περιέχει (από τον Α. Κουροσάβα μέχρι τον Φλας Γκόρντον) και στην νεότερη ιστορία που το ίδιο ως έργο αναδημιούργησε. Διότι, μετά τον «Πόλεμο των Άστρων» το τοπίο του σινεμά διεθνώς άλλαξε άρδην – τόσο στο «τί», αλλά κυρίως, στο «πώς». 

Δεν γνωρίζω τί θα βγει σε μακροκλίμακα – με την νέα τριλογία που ήδη παίζεται παγκοσμίως (εκτός από την χώρα μας που το υποδέχεται αισίως αύριο).

Γνωρίζω όμως, πως, το ότι θα μοιραστούμε ως γενιά αυτήν την εμπειρία με τους βλαστούς μας –παρακολουθώντας μαζί όλο τον θίασο της πρώτης τριλογίας– είναι από μόνο του κάτι που σού μεταδίδει ένα διόλου μικρό ρίγος.