Σάββατο, Ιανουαρίου 04, 2014

"Εντός κι εκτός εαυτού": ψηφίδες της καλλιτεχνικής Αθήνας του 2014


Φωτογραφία: Κατερίνα Χριστοπούλου

Κάναμε αλλαγή της χρονιάς στο «Γκαγκαντίν» σε ένα Πρόγραμμα αρκούντως ενδιαφέρον – στην «Ακτή Πειραιώς», από την οποία, εκτός των άλλων, αλησμόνητά θα μου μείνουν το κουτοπόνηρο σέρβις και η αγενής (ή μήπως να πω, κυνική) συμπεριφορά των υπαλλήλων του: για κάθε γκάφα του μαγαζιού, στην πόρτα ή στα ενδότερα, άκουγες μονότονα σε φλατ σκηνοθετημένο ύφος «Εγώ τι να σας κάνω; Είμαι ο τελευταίος τροχός της αμάξης».

Αποχωρώντας, συλλογιζόμασταν τη διαφορά μεταξύ των τραγουδιών του Σαββόπουλου και των υπολοίπων. Και τις αντιδράσεις του κοινού – που απαιτούσε, μέσες άκρες, ματζόρε κλίμακες και κορυφώσεις. Πρωτοχρονιά γαρ ή κάτι απλώς που την επικαλείται;

Σκέφτομαι, πως ως ένα μεγάλο βαθμό, μέχρι τον Θ. Παπακωνσταντίνου και τον Δεληβοριά, χρονολογούνται τα τραγούδια που δεν αναμασούν τα προηγούμενα και κυρίως αυτά που δεν αναδεικνύει το πόπολο, για να συναισθηματολογήσει μέχρι το μεδούλι. «Αχ βαχ, πώς πονώ – άμα σ’ έχω στο πλάι μου – αχ, βαχ, πώς θα πονώ, άμα μου την κάνεις!».

Μένω με το ερώτημα: είναι έλλειψη ταλέντου κι ατολμία των δημιουργών ή του ακροατηρίου για το ότι επικρατεί η μελό ηχορύπανση; [Το όνομά «Παντελίδης» έφτασε στα αυτιά μου από τα γύρω τραπέζια της «Ακτής» τουλάχιστον πέντε-έξι φορές]

Η επόμενη ημέρα θα μου δώσει μια πολύ καλή επί του θέματος απάντηση. Και η απάντηση περιέχεται στο έργο της φίλης, της Μ. Γιαγιάννου, «Εκτός εαυτού», σκηνοθετημένο από τον Γ. Γιανναράκο στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.

Φωτογραφία: Θοδωρής Σταμπέλος
Μέσα στα 40 μόλις τετραγωνικά μέτρα της εν λόγω αίθουσας λειτουργεί μία σύγχρονη ελληνική θεατρική γλώσσα: του λόγου και του σώματος, του φωτός και του ήχου.

Για πόσους θεατές ίσως κάποιος αμέσως διερωτηθεί; Κι απαντώ: Έχει στ’ αλήθεια μεγάλη σημασία το ερώτημα; Μεγαλύτερη από το ότι γράφονται και παρουσιάζονται στην πρωτεύουσα της ελληνικής κρίσης έργα αυτού του καλλιτεχνικού θάρρους; Μήπως τα μεγέθη του ακροατηρίου στο ελληνικό τραγούδι έχουν παίξει ένα σημαντικό ρόλο στο ότι έχει καταντήσει  ανέραστο και κλαψιάρικο – κοινώς: στο ράφι;

Χρειάζεται, δίχως άλλο, ταλέντο και τόλμη κι από τις δύο όχθες. Πρωτίστως όμως, από εκείνη του δημιουργού. Διότι ακόμη κι αν ο ακροατής/θεατής δε συγκινείται ή κοιτάζει αλλού, ο δημιουργός θα κλιθεί να επινοήσει απαρχής τον «αφηγηματικό μύθο» που θα περιέχει και τους δύο.


Ειδάλλως, ο καθείς και η –πληθωριστική– μοναξιά του.


Δεν υπάρχουν σχόλια: