Τρίτη, Σεπτεμβρίου 08, 2020

Για τον Βασίλη Ραφαηλίδη



Πάνω από δύο δεκαετίες έχουν πλέον περάσει από τον θάνατο του Βασίλη Ραφαηλίδη, για τον οποίο πλείστες όσες αναφορές τον κατονομάζουν ως έναν "αιρετικό" της ελληνικής διανόησης και της αριστεράς – κι άλλες τόσες, εστιάζοντας αποκλειστικά στην τηλεοπτική περσόνα που καλλιέργησε ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο της ιδιωτικής τηλεόρασης, ως έναν οξυδερκή αναλυτή που δεν απέφυγε τις γραφικές αποχρώσεις.

 

Βρίσκω και τις δύο προσλήψεις σε μεγάλο βαθμό επιφανειακές κι άστοχες.

 

Τόσο για μένα όσο και για αρκετούς συνομηλίκους μου ο Ραφαηλίδης ήταν σημείο αναφοράς – πλάι σε άλλα πρόσωπα του ίδιου πνευματικού κυβισμού, πλην όμως όχι απαραίτητα και της ίδιας κοσμοαντίληψης.

 

Στα 20 μου διέτρεξα όλη του την πλούσια εργογραφία: από τα κινηματογραφικά έως τα πολιτικά του βιβλία. Ακόμη και η αυτο-βιογράφησή του με το «Μνημόσυνο για έναν ημιτελή θάνατο» (εκδ. Εικοστός Πρώτος, 1992) παραμένει και σήμερα ευφρόσυνη από ποικίλες σκοπιές εμπειρία παρά τα μύρια βάσανα και τις ταλαιπωρίες που φανερώνει – χάριν κυρίως σε μία σπάνια αίσθηση του χιούμορ εκπορευόμενη τόσο από την ίδια τη γλώσσα, αλλά, ιδίως, από τον ατόφιο υπερρεαλισμό των ανθρωπίνων.


 

Αν γίνομαι λιγάκι πιο προσωπικός είναι μόνο και μόνο για να καταλήξω στην προτροπή προς τους σημερινούς 20άρηδες να τον ανακαλύψουν και φυσικά προϊόντος του χρόνου – κι ό,τι αυτό επιφέρει σε πείρα ζωής, σπουδής και μελέτης – να τον αμφισβητήσουν.


Άλλωστε κι ο ίδιος ο Ραφαηλίδης ήταν ένας διαρκής αμφισβητίας συστημάτων σκέψης και πολιτικής πρακτικής – όσο και του ίδιου του εαυτού: διαμορφώνοντας αυτό το ιδιαίτερα ενδιαφέρον κράμα ποικίλων ‘–ισμών’, όπως γράφει ο ίδιος, «σε ίσες δόσεις από μαρξισμό, αναρχισμό, υπαρξισμό, φροϋδισμό, νιτσεϊσμό, λογικισμό, παραλογισμό και μερικών άλλων ‘–ισμών’ που αλληλοαναιρούνται και προφυλάσσουν από τον πιο επικίνδυνο ‘–ισμό’, τον δογματισμό, αυτόν ακριβώς που κάνει τους άλλους να σε χαρακτηρίζουν δογματικό, ίσως γιατί δεν ξέρουν πως ο δογματικός και ο ‘μονοδιάστατος άνθρωπος’, είναι το ίδιο πρόσωπο, όπως λέει και ο Μαρκούζε» («Η μεγάλη περιπέτεια του μαρξισμού», εκδ. Εικοστός Πρώτος, 1999, σελ. 549).


Του χρωστάμε.



Βασίλης Ραφαηλίδης 

14 Ιανουαρίου 1934 - 8 Σεπτεμβρίου 2000


Βιβλιογραφία


«Η δημιουργικότητα είναι το ίδιο σημαντική στις μέρες μας με την γραφή και την ανάγνωση»



Για το παιδαγωγικό όραμα του Σερ Κέν Ρόμπινσον και την αναγκαιότητα του στις μέρες μας

 

Μία από τις μεγαλύτερες απώλειες των ημερών για τον παιδαγωγικό κόσμο (κι όχι μόνον) ήταν η έξοδος του Σερ Κεν Ρόμπινσον από τα εγκόσμια[1].

Του χρωστάμε οι νεότεροι πάρα πολλά. Δεν είναι μόνον ότι οι επισημάνσεις του πάνω στα κυρίαρχα εκπαιδευτικά μοντέλα είναι εύστοχες κι οξυδερκείς – και άλλοι μίλησαν, εξάλλου, για το πόσο απαρχαιωμένη είναι η δομή των αναλυτικών προγραμμάτων, όσο και οι τρέχουσες διδακτικές προσεγγίσεις απέναντι στις απαιτήσεις του σύγχρονου κόσμου. Δεν είναι ούτε το ότι άρθρωσε ακόμη και μες στα βιβλία του έναν λόγο προσιτό και διαυγή που δεν απέκλειε γενναίες δόσεις χιούμορ.

Με αφετηρία την παρατήρηση ότι κυριαρχεί η πλήξη στη ζωή μας, αλλά και την διάχυτη ασυμβατότητα του να ζει κανείς σύμφωνα με τις κλίσεις του (και του ποιος είναι), διαπίστωσε πως μία από τις αιτίες της διασπαρμένης ανά τον κόσμο ανθρώπινης δυστυχίας έγκειται στο ότι τα εκπαιδευτικά συστήματα αποκρύπτουν τους πόρους που εμπεριέχει κάνεις από τον ίδιο του τον εαυτό. Πόρους δημιουργικότητας – και κατ’ επέκτασιν ευτυχίας.  Έφτασε να κάνει λόγο για «καταστροφή» ανάλογη με το πλανητικό οικολογικό πεδίο, χρησιμοποιώντας χίλια δυο τεκμήρια που συγκλίνουν στην αποσιώπηση του πλούτου που εμπεριέχει κάθε άνθρωπος στο μάκρος της καθημερινής, της επαγγελματικής ακόμη και της προσωπικής του ζωής.

Ο Ρόμπινσον δεν αρκέστηκε στον να εισηγηθεί μεταρρυθμίσεις – μικρομετατοπίσεις πάνω στο παλαιό «παιδαγωγικό τερέν». Χρειαζόμαστε, επαναλάμβανε σε όλους τους τόνους, μία επανάσταση που θα οδηγούσε την νέα γενιά σε μία άλλης τάξεως αυτογνωσία – μία αυτογνωσία που έχοντας πιάσει τον σφυγμό της δημιουργικότητάς της θα ήταν σε θέση να διαμορφώσει την νέα εποχή – κι όχι απλώς να την υποστεί, με την ταχύτητα, τις αντιφάσεις και τα άγχη που παράγει.

Και δεν υπάρχει μεγαλύτερο άγχος από το να μην έχεις μάθει να ζεις με τις δυναμικές του ίδιου σου του δημιουργικού εαυτού.

Δε θα ήθελα να επιμείνω στην παραπέρα σκιαγράφηση μιας κληρονομιάς που οι ανά τον κόσμο παιδαγωγοί καλούμαστε  να διαχειριστούμε και γιατί όχι, να εμπλουτίσουμε. «Ίσως να μην μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον – όμως μπορούμε να βοηθήσουμε στη διαμόρφωσή του» άλλωστε υποστηρίζει o Ρόμπινσον στο εμβληματικότερο ίσως έργο του – δυστυχώς ακόμη αμετάφραστο στα ελληνικά, το “Out of our minds” (2η έκδοση – αναθεωρημένη, 2011).


Αρκεί να επισημανθεί πως οι νέες προτάσεις του υπουργείου παιδείας για τη λειτουργία εργαστηρίων δεξιοτήτων (παρότι είναι ακόμη άδηλο το με ποιους πόρους θα πραγματοποιηθούν) είναι στην αντίθετη κατεύθυνση από τις προτροπές του Ρόμπινσον, αν και φαινομενικά συνάδουν. Όχι, δεν συνάδουν.

Η πρόκληση δεν είναι να καλλιεργήσουμε δεξιότητες (skills) – έναντι άλλων παραδοσιακών διδακτικών στοχοθεσιών, πχ στη γλώσσα ή στα μαθηματικά. Η πρόκληση είναι να επανανοηματοδοτήσουμε τη γνώση, ναι, βιωματικά, ναι, μετασχηματιστικά, όπως λένε κι άλλες σύγχρονες τάσεις της διδακτικής, σε ένα πλαίσιο που δε θα είναι παραδείγματος χάριν η είσοδος στο Πανεπιστήμιο το μείζον ζητούμενο.  Ή αλλιώς: η  κυρίαρχη νεύρωση – ήδη, μάλιστα, από την προσχολική ηλικία! (Θα ήταν υπερβολικό να το πει κανείς – όταν μεσουρανεί σήμερα και στην χώρα μας το καμάρι για τη διδασκαλία της γραφής και της ανάγνωσης ήδη από το νηπιαγωγείο;).

Το μείζον ζητούμενο είναι να δοθούν στα παιδιά ισότιμα πλήθος ευκαιριών να ανακαλύψουν και να καλλιεργήσουν τα δημιουργικά κοιτάσματα που διαθέτουν εντός τους. Ισότιμα όχι μόνο σε σχέση με τη διάχυσή τους σε όλο τον μαθητικό πληθυσμό – αλλά και σε σχέση με τα ίδια τα διδακτικά πεδία. Διότι αν τα πεδία λειτουργούν σε δύο ή περισσότερες ταχύτητες (ιδού η λογική του να προσθέσουμε τη «γαρνιτούρα των εργαστηρίων» στο γενικό μενού του εβδομαδιαίου σχολικού προγράμματος) δημιουργούνται ανισότητες μεταξύ τους – που απηχούν και ανισότητες κύρους κι επιρροής σε μαθητές και γονείς. Κι όμως ο Ρόμπινσον εμφατικά υποστηρίζει πως δεν είναι σημαντικότερος πια ο παραδοσιακός εγγραμματισμός από τις νεότερες μορφές του στην τέχνη λχ, στον αθλητισμό ή στην τεχνολογία.

Ας αναρωτηθεί, τέλος, ο πολίτης αν ανεξάρτητα από την ενεργή υγειονομική απειλή που ονομάζεται covid-19, το τμήμα των 20+ μαθητών εξυπηρετεί αυτό το νέο σχολείο που αξίζει να διαμορφώσουμε στα καθ’ ημάς ή συνάδει με το παιδοφυλακτήριο των παλαιότερων δεκαετιών του 20ου αιώνα ή και με το μαζικό σχολείο μέσα από το οποίο αποφοιτήσαμε εμείς.

Όσο δεν γίνεται  όμως να κρυφτεί κανείς σήμερα από την ρευστή και επισφαλή πραγματικότητα του κορωνοϊού, άλλο τόσο δεν γίνεται να αποφύγει να ανταποκριθεί στην απαίτηση του να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε σχολεία αυτού του αιώνα, του 21ου και για την δική μας κοινωνία.



Η φράση του τίτλου προέρχεται 
με τίτλο: «Σκοτώνει το σχολείο τη δημιουργικότητα;»



1η δημοσίευση: Popaganda 5/9/2020

[1] Στις 21/8/2020. Βλ. την σχετική λιτή ανακοίνωση των οικείων του στην επίσημη ιστοσελίδα: http://sirkenrobinson.com/