Κυριακή, Φεβρουαρίου 28, 2021

"Οι 12 ένορκοι - Εμείς"

Δεν είναι να αναρωτιέται κανείς: σε περιόδους μεγάλης φόρτισης –όπου η ανθρωπότητα κι όχι μόνον η ελληνική κοινωνία αναμετριέται καθημερινά με το πρωτόγνωρο της κόβιντ περιπέτειας– η μετριοπάθεια ή η νουνεχής στάση αντιμετωπίζεται ως παράταιρη επιλογή, εξοβελιστέα, αν όχι ήδη αόρατη, στάση. Αδιάφορο, μάλιστα, αν είναι η πιο ενδεδειγμένη και σε ηθικό και σε πολιτικό -καθημερινό- επίπεδο.


Τόσο για ποικίλες όψεις της πανδημίας, όσο και για τα όσα αφορούν την υπόθεση Λιγνάδη ή την απεργία πείνας και δίψας Κουφοντίνα, επικρατεί στην δημόσια σφαίρα –πραγματική ή και ψηφιακή– η φωνασκία, οι θυμικές και οι αφοριστικές εκρήξεις και μία βιασύνη (συνοδευόμενη από πληθωρικές δόσεις επιπολαιότητας) για να αρθρωθεί ένας κάποιος συλλογισμός κι ένα ορισμένο, κάθε φορά, συμπέρασμα.


Σαν να μας ζορίζει η υπομονή και η νηφάλια επεξεργασία πληροφοριών. Αντιθέτως η συνομάδωση βολεύει, καθότι καιροφυλαχτεί το αφήγημα που θα στήσει το x κόμμα, η άλφα ή η βήτα θεωρία συνομωσίας, όπως και η υπεραναπλήρωση για ποικίλες μορφές της συλλογικής μας αδράνειας. [Ειδικά για το τελευταίο αξίζει να σκεφτεί κανείς το εξής ερώτημα: πως είναι δυνατόν να συνυπάρχει η ομερτά ετών, τόσο μεταξύ ατόμων, όσο και εντός φορέων, με την πηγαία ηθική κατακραυγή έναντι της παιδοφιλίας και της εν γένει σεξουαλικής κακοποίησης; Κι όμως: πόσο βολικό να αναθεματίζεις από απόσταση αντί να καταγγείλεις όταν είσαι κοντά.]


Έχετε δει την εξαιρετική ταινία του Σ. Λιούμετ, με τίτλο «Οι 12 ένορκοι» (1957 – πρωτότυπος τίτλος: «12 Angry Men» / με παράλληλη θεατρική διαδρομή δεκαετιών κι ένα εξίσου καλογυρισμένο κινηματογραφικό ριμέικ το 1997); Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα κάδρα πάνω στις δυνάμεις και στις αδυναμίες της δημοκρατίας. Στην ομορφιά και στα όρια της. Στο τι γεννά η αδράνεια, η βιασύνη, η βολική συνομάδωση, το διεγερμένο μας θυμικό από την μία μεριά και στο τι είναι σε θέση να δημιουργήσει η υπομονή, ο υγιής σκεπτικισμός και η νηφαλιότητα μας από την άλλη.



Σαφώς πιο δύσκολη, χρονοβόρα κι απαιτητική είναι η δεύτερη στάση. Ποια είναι όμως πιο απατηλή, προσωρινά μόνον εκτονωτική, αλλά κι ολότελα ευεπίφορη για κάθε μορφής χειραγώγηση;


Κι αντιστρόφως: ποια αποδεικνύεται ωφέλιμη και γόνιμη – για όλους τους αναβαθμούς γνώσης (μηδέ της αυτογνωσίας εξαιρουμένης) και δικαίου;


Και ποια, εν τέλει, λειτουργεί ως αγωγός και συνάμα ως μέρος του ‘ανοσοποιητικού συστήματος’ ενός δημοκρατικού βίου;


Κυριακή, Φεβρουαρίου 21, 2021

«I'm Thinking of Ending Things» (2020)



Τι βιώνει κανείς όταν τον πλάθουν οι ίδιες του οι φαντασιώσεις; Ποιος είναι; Ποιος γίνεται;


Ποια είναι η ιστορία του;


Και πώς μπορεί αυτήν την ιστορία να την παρουσιάσει ένας σύγχρονος κινηματογραφικός αφηγητής; Του αρκούν τα μέσα που του έχει προσφέρει η παράδοση της τέχνης του, ακόμη και με τους πιο τολμηρούς της εκφραστές (λχ από τον Β. Βέντερς μέχρι τον Ντ. Λιντς); Ή μήπως, όχι;


Όλα αυτά – κι άλλα τόσα ερωτηματικά, σχετικά με την ρευστή ταυτότητα της ζωής και της τέχνης, προϋποθέτουν το «I'm Thinking of Ending Things» (2020), το τελευταίο φιλμ του Τσ. Κάουφμαν – ένα έργο που δεν αποκρίνεται παρά ως γρίφος.


Προσωπικά μιλώντας, ο γρίφος του δεν είναι τόσο ναρκισσιστικά δαιδαλώδης, όσο το, κατά τη γνώμη μου, απογοητευτικό «Tenet» (το τελευταίο έργο του ευφάνταστου, κατά τα άλλα, Κρ. Νόλαν), ούτε όμως και τόσο σπινθηροβόλος –για να επιστρέψω στον Κάουφμαν– στο «Synecdoche, New York» (2008), στο οποίο αντιλαμβάνεται κανείς την παρουσία της ιδιοφυΐας.


 

Πρόκειται για έναν γρίφο που απομένει από τον καθένα να τον ξεκλειδώσει – να συντάξει τα μέρη του στο δικό του νόημα, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει, στο τέλος, την ίδια την άρση του νοήματος.