Κυριακή, Ιανουαρίου 24, 2021

"Sapiens": μερικές σκέψεις

Φωτογραφία: Θάλεια Δ.


Είναι γνωστό πως τα τελευταία έργα του Γ. Ν. Χαράρι Sapiens», «Homo Deus», «21 μαθήματα για τον 21ο αιώνα») τον μετέτρεψαν, στη διάρκεια μίας μόλις δεκαετίας περίπου, από έναν ανερχόμενο καθηγητή μεσαιωνικής ιστορίας του Παν/μίου της Ιερουσαλήμ σε έναν παγκόσμιας εμβέλειας στοχαστή και δημοσιολόγο.

 

Μελετάμε την Ιστορία, όχι για να αποφύγουμε την επανάληψη των λαθών μας, αλλά για να έχουμε κατά νου ένα μεγαλύτερο φάσμα επιλογών ενώπιον του παρόντος και του μέλλοντος μας, υποστηρίζει με δύο δείκτες μεγαλύτερης ταπεινοφροσύνης έναντι των παλαιοτέρων ιστορικών ή φιλοσόφων που συντονίζονταν στην παραδοχή του ότι αν δεν γνωρίζεις την ιστορία σου είσαι καταδικασμένος να την ξαναζήσεις (απόηχος του πλατωνικού δόγματος ‘ουδείς εκών κακός’ – δεν νομίζετε;).

 

Δεν είναι το μοναδικό σημείο απόκλισης του Χαράρι σε σχέση με τον άμεσο επιστημονικό του τομέα – την ιστοριογραφία. Η σύμμειξη της αφήγησης του παρελθόντος με πεδία, όπως η εξελικτική βιολογία, η κοινωνική ψυχολογία ή ακόμη και η ίδια η φυσική ή η χημεία, προσφέρει, κατά τη γνώμη μου, τόσο στον ίδιο, όσο και στον αναγνώστη του, μία ευρύτερη και συνάμα πιο βαθιά προοπτική να το αντιληφθεί και να το κατανοήσει – όπως και την εποχή μας.

 

Ο Χαράρι επιμένει σε δύο συμπεράσματα της έρευνας του που, ενώ δεν τον κάνουν πρωτότυπο σε σύγκριση με άλλους διανοητές – τού δίνουν το έναυσμα και τη δυνατότητα να μιλήσει άμεσα και εύληπτα, όσο κανείς άλλος: Πρώτον, ότι ο σάπιενς έχει πετύχει την μέχρι στιγμής επιβίωση του, όσο και την ποικιλία των πολιτιστικών του προϊόντων, εξ αιτίας της φαντασίας του (από το χρήμα μέχρι τις θρησκείες και από τους οργανισμούς, δημόσιους ή ιδιωτικούς, μέχρι τα ανθρώπινα δικαιώματα, όλα τους, αναγνωρίζονται ως προϊόντα της φαντασίας μας). Και δεύτερον, ότι οι άνθρωποι είναι όντα της αφήγησης. Μαθαίνουν, διδάσκουν, συνεργάζονται μέσω των ιστοριών. Όχι μέσω των δεδομένων, των στατιστικών ή των εξισώσεων, αλλά μέσω των καλοφτιαγμένων ιστοριών.

 

Αυτό εξηγεί και την πρόθεσή του να βγει η Ιστορία του είδους μας έξω από τα ακαδημαϊκά στεγανά. Δε είναι της παρούσης μία κριτική στο «Σάπιενς» (το 2011 η πρώτη του έκδοση, το 2015 στα ελληνικά, από τις εκδ. Αλεξάνδρεια, σε μετάφραση του Μ. Λαλιώτη) το οποίο γράφτηκε, εκτός των άλλων, και γι' αυτόν τον λόγο. Αρκούμαι εδώ να πω, ότι συνυπογράφω το εγχείρημα: είναι πολύ μεγάλη η απόκλιση της ακαδημαϊκής ιστορίας (και τόσων άλλων επιστημών) από την δημόσια τους χρήση κι εξακτίνωση – επομένως, έργα, όπως το «Σάπιενς» θεραπεύουν ένα διόλου μικρής σημασίας πολιτισμικό κενό.

 

Η πρόσφατη μεταφορά του Sapiens σε γκράφικ νόβελ –η αφορμή γι’ αυτές τις πρόχειρες σκέψεις– το καθιστά πλέον προσιτό στα μεγάλα παιδιά και στους εφήβους.

 


Αξιοποιώντας τη σημειολογία, όσο και τους τρόπους αφήγησης ειδών, όπως τα κόμικς, τα τηλεοπτικά σόου (πχ τα ριάλιτυ), ή ακόμη και τα αστυνομικά μυθιστορήματα, ο Χαράρι και οι συνεργάτες του (ο Ντ. Βαντερμίλεν και ο Ντ. Κασανάβ) διαμορφώνουν ένα απολαυστικό έργο, που τέρπει συνάμα και διδάσκει. Στο 1ο τόμο εξιστορώντας τι; Τον αφηγηματικό μίτο που ξεκινάει με την Μεγάλη Έκρηξη και φτάνει μέχρι την επικράτηση του σάπιενς έναντι των άλλων ανθρώπινων ειδών στον πλανήτη μας κατά την τροφοσυλλεκτική περίοδο.

 

Ακριβώς επειδή ο Χαράρι ξέρει να συντάσσει ιστορίες και οι γνώσεις του πάνω σε όποιο επιστημονικό επίπεδο διαπραγματεύεται είναι αιχμής, όπως και εξ αιτίας του ότι το χιούμορ στα κείμενα και στον εικαστικό διάκοσμο του έργου είναι πανταχού παρόν, θα χαιρόμουν πολύ με την ιδέα να συμπεριληφθεί, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (θεσμικά ή με την πρωτοβουλία των εκπαιδευτικών) στη βιβλιογραφία που αφορά τη σχολική μας ζωή. Ειδικά στην Ελλάδα, που ο τομέας της Βιολογίας (ναι, ο τομέας της χρονιάς για όλο τον κόσμο λόγω κόβιντ!) είναι σταθερά υπονομευμένος ήδη στις θεμελιώδεις παραδοχές του: θα άξιζε λχ να δούμε κάποτε πόσοι απόφοιτοι του ελληνικού Λυκείου είναι απλώς και μόνον εξοικειωμένοι με την θεωρία της εξέλιξης.

 


Το «Σάπιενς», όμως, τόσο ως ιστορικό βιβλίο, όσο κι ως γκράφικ νόβελ, δεν είναι για να το περιορίσει κανείς στην επικράτεια ενός ή περισσοτέρων συστημάτων εκπαίδευσης. Συνιστά, θαρρώ, παναθρώπινη πρόκληση: για αυτό-κατανόηση και σκέψη – ελεύθερη σκέψη.


Τρίτη, Ιανουαρίου 05, 2021

"More Stranger Things II"

Εικαστικό: BananenBunker "Upside Down"
Μουσική, ερμηνεία οργάνων, ενορχήστρωση: Πάνος Δρακόπουλος
Παραλλαγή στο ομώνυμο θέμα της σειράς "Stranger Things" 
(L' Orchestra Cinématique),

Παραγωγή - Mix - Digital Mastering: 
Πάνος Δρακόπουλος
[Στούντιο "Θάλεια"]

Ρόδος, Ιανουάριος 2021


Κάθε μορφή καραντίνας φαίνεται πως έχει τη δύναμη να σου αφαιρεί, μα και να σου προσθέτει. Όπως και τόσα άλλα στη ζωή. Και είναι, γενικότερα μιλώντας, απορίας άξιον αν το χέρι που αφαιρεί, δυναμώνει το χέρι που προσθέτει. Εξάλλου μιλούμε για χέρια που δουλεύουνε εντός μας. Κι, εν μέρει, υπακούν στην δυνατότητα μας να υπάρχουμε κι αλλιώς: στην ελευθερία μας.

 

Άραγε αυτό να εξηγεί επαρκώς την έκρηξη δημιουργικότητας που είδαμε όταν ένας νεόκοπος κι επικίνδυνος ιός μπήκε στη ζωή μας και την περιόρισε στην ιδιωτική της σφαίρα; Είναι πάντως ολοφάνερο: ενώ, από επιστημονική σκοπιά, η Φλωρεντία του 1350 με το Μιλάνο του 2020 μοιάζουν όσο η μέρα με τη νύχτα, το ξεχείλισμα πχ του Βοκάκιου στις σελίδες του «Δεκαημέρου» (έργο που γράφτηκε όταν μαινόταν η πανδημία της Μαύρης Πανώλης στην Ευρασία και την Αφρική), δε διαφέρει με το ξεχείλισμα των μουσικών που απ’ τις βεράντες τους συνέθεταν μία δυναμική αντιφώνηση στις σειρήνες των ασθενοφόρων.

 

Στη διάρκεια της δικής μας πρώτης καραντίνας πάμπολλοι στρέψαμε τη διαστολή του περιορισμένου προσωπικού μας χωροχρόνου, εκτός από τα βιβλία λχ ή τα μουσικά όργανα και τα συναφή, στο διαδίκτυο. Για επικοινωνία, για εργασία και, φυσικά, για ψυχαγωγία. Για το τερπνό και το ωφέλιμο – μιας και η όποια φυσική κινητικότητα στον δημόσιο χώρο έθετε σε σοβαρή επισφάλεια και τα δυο.

 

Είναι τότε που τα παιδιά μας άρχισαν να υιοθετούν τις πρακτικές της ασύγχρονης εκπαίδευσης, αλλά και να πολλαπλασιάζουν τον χρόνο που διαθέτουν στην ψηφιακή οθόνη. Εμείς οι μεγάλοι το γνωρίζουμε: κάθε εργαλείο έχει τις θετικές και τις αρνητικές του εκφορές. Αναλόγως τη χρήση.

 

Περνώντας πλέον σε ένα πιο προσωπικό τόνο: είναι και η περίοδος που τα παιδιά μου ανακαλύπτουν μία σειρά στο Netflix που δεν μου κίνησε αρχικά κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον – λεγόταν «Stranger Things» και παρότι επρόκειτο για μία σύγχρονη τηλεοπτική παραγωγή, το λογότυπο του, η μουσική, όπως και η φωτογραφία του δεν έρχονταν από το παρόν ή από το μέλλον, αλλά από το παρελθόν. Από τη δεκαετία του ’80.

 

Τι έχουμε εδώ; Μία άνευ εμπνεύσεως φιλμαρισμένη νοσταλγία προς τα πίσω ή κάτι άλλο; Ευτυχώς, ήταν κάτι άλλο.

 

Κι ενώ ως τηλεοπτική σειρά αδιαμφισβήτητα, σε ένα πρώτο επίπεδο, ξεπατικώνει αναπαριστώντας όψεις του πρόσφατου παρελθόντος, στο βάθος βάθος συνομιλεί. Συνομιλεί, πληθυντικά και άκρως δημιουργικά, με ένα φάσμα καλλιτεχνών κι έργων που ξεκινάει από τον Στ. Σπήλμπεργκ και τα Γκούνις, για να φτάσει μέχρι τον Στήβεν Κινγκ και στον Τζον Κάρπεντερ.

 

Ενδεχομένως για μία σειρά Αμερικανών συνομηλίκων μου όλο αυτό το κλίμα να ανακαλεί με μεγαλύτερη αμεσότητα την δεκαετία των παιδικών τους χρόνων, αλλά, για μένα, αποτέλεσε εκ νέου βουτιά στο φαντασιακό της. Κι αυτό δε το λέω για να περιστείλω την σημασία του: το αντίθετο. Το ότι πατούσαμε τότε στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά ενίοτε γινόμασταν ιπτάμενα ξωτικά στις συχνότητες αμερικανοκεντημένων μύθων (πετούσαμε και σε εντόπιους μύθους – αλλά αυτό είναι μια άλλη …ιστορία) δε μειώνει τη δύναμη του ιλίγγου που νιώθει κανείς όντας εν πτήσει.

 

Αισθάνθηκα πως περιείχα έναν κόσμο που και καιρό είχα να επισκεφθώ, αλλά και την έντονη ανάγκη να αναπλάσω με τις όποιες δικές μου δυνάμεις. Πάνω και σε αυτό το μονοπάτι δε βάζει το βηματισμό της η τέχνη;

 

Σε διάστημα δύο εβδομάδων έγραψα και ηχογράφησα δύο ολιγόλεπτα μουσικά έργα. Τα ονόμασα πρόχειρα “More Stranger Things I & ΙΙ” – με μια μικρή, αν και ευδιάκριτη, θαρρώ, δόση αυτοσαρκασμού.

 

Αναρτώ σήμερα το δεύτερο μέρος, που επίσης ξεπατικώνει συνειδητά το βασικό μουσικό μοτίβο από το σάουντρακ της σειράς (L' Orchestra Cinématique), αλλά συνάμα φιλοδοξεί σε ένα δεύτερο βαθμό, κάπως, να το μεταμορφώσει.

 

Σε τι; Σε ένα ηχητικό τοπίο – αντίδωρο προς όλους τους μικρούς και μεγάλους πρωτοπόρους του ηλεκτρικού ήχου που στα παιδικά μας χρόνια έγραψαν μέσα μας κάτι μοναδικό και ανεξίτηλο (από τον συνθέτη Carpenter μέχρι τον, κατά τη γνώμη μου, πιο ιδιοφυή όλων, τον Βαγγέλη Παπαθανασίου).

 

Αφιερώνεται τέλος, σε όλα τα συνομήλικα μου ξωτικά – τους εύχομαι οι πτήσεις τους να συνεχιστούν παρά τα όποια λοκντάουν επιβάλλει από μίας άλλης αρχής ο χρόνος!