Σάββατο, Νοεμβρίου 17, 2007

Συνέντευξη με τον Ολύμπιο Δαφέρμο



«Το αν “ζει” το

Πολυτεχνείο σήμερα,

παιδιά μου, θα το πείτε εσείς, οι νέοι άνθρωποι

–όχι εμείς



Το “τί”, το “γιατί” και το “πώς” είναι οι λέξεις-κλειδιά κάθε αναζήτησης. Διότι αναζήτηση, πρώτ’ απ’ όλα θα πει “ερωτώ”. Γι’ αυτό και είναι η απορία –κι όχι η βεβαιότητα- το σημείο έναρξης κάθε επιστημονικής έρευνας –συμπεριλαμβανομένης και του μικρού ή του μεγάλου ιστορικού.

Με αυτό το σκεπτικό βάλαμε βήμα στη δική μας έρευνα για την Εξέγερση του Πολυτεχνείου ειδικά, για την 7ετία των Δικτατόρων γενικότερα. Πρώτη θέση έχουν οι απορίες. Κι αν αναρωτιέστε έναντι ποιών, ασφαλώς έναντι των Πρωταγωνιστών –των ζωντανών δηλαδή ιστορικών πηγών.

Ιδανική επιλογή για να ρίξουμε τις ερωτήσεις μας σε γόνιμη γη, υπήρξε ο συγγραφέας και σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Ολύμπιος Δαφέρμος. Για δύο απλούς λόγους: Πρώτον, διότι υπήρξε ένας απ’ τους πολλούς αγωνιστές της ιστορικής εκείνης εξέγερσης υπέρ της επαναφοράς της Δημοκρατίας στην χώρα μας και δεύτερον: επειδή στην πορεία των χρόνων κι ο ίδιος ως ιστοριογράφος πια, διερεύνησε τα αίτια και τα χαρακτηριστικά του Αντιδικτατορικού Φοιτητικού Κινήματος (1972-1973), κορυφαία στιγμή του οποίου υπήρξε η 3μερη κατάληψη του Πολυτεχνείου.

Μόνιμος κάτοικος Αθηνών ο ίδιος, Ρόδιοι μαθητές εμείς, καταφέραμε να ρίξουμε γέφυρα επικοινωνίας μέσα από το Ρ/Σ Λυχνάρι (91,4), στα στούντιο του οποίου ηχογραφήσαμε την τηλεφωνική μας συνομιλία μαζί του. Μια τηλεφωνική συνομιλία που γρήγορα πήρε τα χαρακτηριστικά φιλικής συζήτησης. Του καλύτερου δυνατού μαθήματος δηλαδή!



Μιχάλης: Γεια σας. Η πρώτη ερώτηση προέρχεται από τον συμμαθητή μου, τον Σάββα.

Ολ. Δαφέρμος: Γειά σου, παιδί μου! Γειά σου!

Μιχάλης: Πόσα και ποια βιβλία έχετε γράψει;

Ολ. Δαφέρμος: Έχω γράψει ένα βιβλίο για το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα, που συμπεριλαμβάνει και το Πολυτεχνείο, βέβαια. Ταυτόχρονα, μαζί με τον Βαγγέλη Αγγελή έχουμε επιμεληθεί ένα άλλο βιβλίο, που αναφέρεται και αυτό στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα, μόνο που δεν το γράψαμε, αλλά, από τις διάφορες δηλώσεις, άρθρα, συνεντεύξεις των φοιτητών εκείνης της περιόδου, κάναμε ένα ανθολόγιο με τα πιο ενδιαφέροντα σημεία, γι’ αυτό το ονομάσαμε και “Όνειρο ήταν…”, γιατί όλοι λίγο-πολύ έχουμε μείνει σε εκείνη την περίοδο, που ήτανε για μας μια περίοδος γεμάτη από οράματα και ελπίδες. Αυτά τα δύο βιβλία...

Π. Δρακόπουλος.: Το πρώτο, για να αναφέρουμε και τον τίτλο του, είναι “Φοιτητές και δικτατορία”.

Ολ. Δαφέρμος: Το πρώτο είναι, ναι.

Μιχάλης: Και το δεύτερο ήταν...

Ολ. Δαφέρμος: Το “Όνειρο ήταν…”

Μιχάλης: Πάμε στη δεύτερη ερώτηση...

Ολ. Δαφέρμος: Αλλά έχει και υπότιτλο. Ο υπότιτλος λέει: “Το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα και το Πολυτεχνείο, με το βλέμμα των πρωτεργατών”.

Μιχάλης: Η δεύτερη ερώτηση είναι πάλι από τον Σάββα. Από πόσων χρονών αρχίσατε να γράφετε βιβλία;

Ολ. Δαφέρμος: Πολύ μεγάλος. Δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά ίσως ήμουνα... Πάνω από τα τριάντα οπωσδήποτε. Αρκετά μεγάλος, λοιπόν –άλλοι ξεκινάνε πολύ πιο νωρίς. Και ήταν, νομίζω, το πρώτο βιβλίο για το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα αυτό το “Φοιτητές και δικτατορία”, γιατί ήθελα να πω τη δικιά μου άποψη για τα γεγονότα. Και αυτό, γιατί, μετά την πτώση της δικτατορίας, στην μεταπολίτευση, ακούστηκαν πολλά και περίεργα πράγματα, που πίστευα ότι δεν ήταν αλήθεια.

Μιχάλης: Στο βιβλίο “Φοιτητές και δικτατορία” αναφέρεστε στα έτη 1972-1973...

Ολ. Δαφέρμος: Ναι, σε αυτά τα δύο χρόνια. Το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα περιορίστηκε σε αυτά τα δύο χρόνια. Ξεκίνησε ουσιαστικά τον Ιανουάριο του 1972 και έφτασε μέχρι και το Πολυτεχνείο, όπου, με τη βίαιη καταστολή του Πολυτεχνείου και την επαναφορά της στυγνής δικτατορίας, σταμάτησε κάθε κίνηση στον φοιτητικό χώρο. Πριν από το 1972 είχαμε φοιτητικές παράνομες αντιδικτατορικές οργανώσεις, οι οποίες όμως, παρά τον ηρωισμό τους, δεν κατάφεραν να κάνουν κίνημα. Ήταν όμως εντελώς παράνομες εκείνες: έβαζαν πλακάτ, έβαζαν κάποια μαγνητόφωνα με συνθήματα και έφευγαν, έγραφαν κάποια συνθήματα στους πίνακες, αλλά δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν κίνημα και οι περισσότερες, δυστυχώς, εξαρθρώθηκαν από την τότε Ασφάλεια του χουντικού καθεστώτος.

Μιχάλης: Την τρίτη ερώτηση την έχουν διατυπώσει οι συμμαθητές μου, ο Αντώνης με τον Κυριάκο: Γιατί διαλέξατε να γίνετε συγγραφέας; Έπαιξε κάποιο ρόλο το ότι ζήσατε από κοντά γεγονότα μεγάλης ιστορικής σημασίας;

Ολ. Δαφέρμος: Κατ’ αρχήν δεν διάλεξα να γίνω συγγραφέας, είμαι δάσκαλος και εγώ. Διάλεξα, παρότι έχω τελειώσει το Πολυτεχνείο και είμαι μηχανικός, διάλεξα να γίνω δάσκαλος και ήμουνα για πολλά-πολλά χρόνια στα Τεχνικά Λύκεια εκπαιδευτικός. Τώρα δεν είμαι. Το ότι έγραψα αυτά τα κείμενα που σας είπα, που ξέρετε, σας είπα προηγουμένως γιατί τα έγραψα. Τα έγραψα, γιατί ήθελα να αποκατασταθεί η αλήθεια. Γιατί στη μεταπολίτευση τόσο κάποια πρόσωπα, όσο και κάποια κόμματα, ήθελαν να μας πουν, ότι εκείνα έκαναν το Πολυτεχνείο και το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα, πράγμα που ήταν λάθος και ψέμα. Και μέσα στην οργή μου, λοιπόν, αποφάσισα να απαντήσω με αυτό το βιβλίο και γι’ αυτό και προσπαθώ τουλάχιστον –δεν ξέρω αν το έχω καταφέρει– να είναι πολύ τεκμηριωμένο, να αναφέρομαι δηλαδή σε πηγές, σε άλλα βιβλία και σε άλλες μαρτυρίες και σε άλλους φοιτητές που τους πήρα συνέντευξη.

Γεωργία: Γειά σας, κύριε Ολύμπιε Δαφέρμο!

Ολ. Δαφέρμος: Γεια σου!

Γεωργία: Ήσασταν λοιπόν, παρών στα γεγονότα του Πολυτεχνείου;

Ολ. Δαφέρμος: Ναι.

Γεωργία: Τι ηλικία είχατε τότε;

Ο.Δ.: 25 χρονών ήμουνα.

Γεωργία: Σε ποια σχολή;

Ο.Δ.: Στους μηχανολόγους-ηλεκτρολόγους του Πολυτεχνείου ήμουν φοιτητής.

Γεωργία: Η οικογένειά σας και οι γνωστοί σας, σας ενθάρρυναν στον αγώνα κατά της δικτατορίας;

Ο.Δ.: Όχι, δεν μπορεί κανείς να ενθαρρύνει έναν νέο. Ένας δικός του άνθρωπος, ένας συγγενής του, δεν μπορεί να τον ενθαρρύνει, γιατί οι κίνδυνοι ήταν μεγάλοι. Η στρατιωτική δικτατορία, όπως θα έχετε ακούσει... Όποιος ήταν εναντίον της, όποιος δεν συμφωνούσε μαζί της και τολμούσε να το πει, είχε πολύ-πολύ σοβαρές επιπτώσεις, δηλαδή τον συνελάμβαναν, τον φυλάκιζαν, τον έδερναν πάρα-πάρα πολύ και κάποιες φορές τον βασάνιζαν. Τα βασανιστήρια είναι κάτι πολύ-πολύ χειρότερο από τον ξυλοδαρμό, μπορούσες να βγεις ανάπηρος έξω. Τα έκαναν και σε μας αυτά. Και όχι μόνον αυτά, αλλά μας έκοψαν και την αναβολή... Ίσχυε τότε ό,τι ισχύει και σήμερα: όποιοι είναι φοιτητές, μέχρι να τελειώσουν, δεν πάνε στο στρατό. Είχαμε λοιπόν κι εμείς αναβολή από το στρατό, αλλά μας έκοψαν την αναβολή και μας έστειλαν στο στρατό, όπου και εκεί μας παρακολουθούσαν μέρα-νύχτα, γιατί φοβόντουσαν ότι θα βάλουμε φωτιά και στο στρατό. Πέρα από τ’ άλλα, πέρα από ολοκληρωτικοί και ακροδεξιοί, ήταν και ανόητοι αυτοί οι κρατούντες εκείνη την περίοδο.

Γεωργία: Τη βραδιά της εισβολής του τανκ πού ήσασταν, τι νιώσατε;

Ο.Δ.: Όπως καταλαβαίνεις, τα πράγματα ήταν πάρα πολύ δύσκολα, γιατί κάποιοι άνθρωποι πέθαναν –και ειδικά νέοι άνθρωποι– πέθαναν, σκοτώθηκαν από τις σφαίρες του χουντικού στρατού εκείνης της περιόδου. Ήταν εξαιρετικά δύσκολα τα πράγματα. Όσο και να έπαιρνες θάρρος από τα πιστεύω σου και από τη συναδελφικότητα και τη συντροφικότητα όλων των φοιτητών που ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο –και όχι μόνο των φοιτητών: υπήρχαν και μαθητές μέσα στο Πολυτεχνείο, υπήρχε και άλλος κόσμος. Ήταν εξαιρετικά δύσκολα τα πράγματα, αλλά έχουν ειπωθεί πολλά γι’ αυτό, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, έτσι μάλλον ας μην το κάνουμε μελόδραμα.

Ρέα: Γειά σας! Αυτή η ερώτηση είναι από τη συμμαθήτριά μου, τη Θάλεια, και είναι: Ποιο ήταν το πιο συγκλονιστικό γεγονός που ζήσατε στις τρεις ημέρες που κράτησε η κατάληψη του Πολυτεχνείου;

Ο.Δ.: Το πιο συγκλονιστικό ήταν, το πώς ενδιαφέρονταν όλοι για όλους, πώς κοίταζε ο ένας τον άλλον. Αυτή η συντροφικότητα ήταν κάτι το εκπληκτικό... και η συλλογικότητα... δεν έπαιζε κανείς τον αρχηγό εκεί, συλλογικά αποφασίζαμε για το τι θα κάνουμε και τι θα πούμε, ήταν μια κοινωνία που δεν τη βρίσκει κανείς, μια λειτουργία, κοινωνική λειτουργία, που δεν τη βρίσκει κανείς εύκολα, παρά μόνο σε τέτοιες έκτακτες καταστάσεις και δύσκολες. Αυτό ήταν το πιο συγκλονιστικό.

Ρέα: Αυτή η ερώτηση έρχεται από τη συμμαθήτριά μου, τη Ματίνα, και είναι: Αν όχι για όλα αυτά που μας περιγράφετε υπάρχει κάποιος ειδικός λόγος για τον οποίο γράψατε αυτά τα βιβλία που σχετίζονται με την εξέγερση του Πολυτεχνείου και το φοιτητικό κίνημα στα χρόνια της χούντας;

Ο.Δ.: Ναι, πιστεύω ότι οι άνθρωποι, οι πολίτες, πρέπει να ξέρουν καλά την ιστορία τους, γιατί, αν ξέρουν καλά την ιστορία, μπορούν σήμερα να είναι πιο σωστοί στις πράξεις τους, να είναι πιο σωστοί ως πολίτες και ως άνθρωποι. Ήταν και αυτός ένας λόγος που ήθελα να ειπωθούν αυτά τα πράγματα που έζησα εγώ –και όχι μόνον εγώ: για να τα γνωρίζουν περισσότεροι άνθρωποι.

Ρέα: Αυτή η ερώτηση είναι του συμμαθητή μας του Δημήτρη. Και σας ρωτάει, κύριε Δαφέρμο, πώς αρχίσατε να γράφετε το βιβλίο “Όνειρο ήταν…” και τι ακριβώς είναι αυτό το όνειρο;

Ο.Δ.: Τι ακριβώς είναι το όνειρο; Το όνειρο πάντα είναι όνειρο. Το όνειρο ήταν, στην προκειμένη περίπτωση, ότι, όταν εμείς ξεκινήσαμε το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα και πολύ περισσότερο στη συνέχεια, που έτσι γιγαντώθηκε πάρα πολύ γρήγορα και είχε πολύ μεγάλες επιτυχίες στον αγώνα του εναντίον της δικτατορίας, το όνειρό μας ήταν, ότι θα πέσει η δικτατορία, θα φύγουν οι δικτάτορες αυτοί που, όπως σας είπα προηγουμένως, και κακά κυβερνούσαν και ανόητοι ήταν, και ότι θα ξημέρωνε μια άλλη μέρα, με μια κοινωνία που θα ήταν πολύ πιο δίκαιη, πολύ πιο ελεύθερη, πολύ πιο δημοκρατική, πολύ πιο ανθρώπινη. Αυτό ήταν το όνειρό μας.

Π.Δρ.: Δηλαδή, πολύ πιο διαφορετική και από αυτήν που είχαν παραλάβει οι Συνταγματάρχες το 1967.

Ο.Δ.: Ναι, πολύ πιο προωθημένη. Και από αυτήν που έγινε μετά. Δεν νομίζω ότι κανείς από εμάς ενθουσιάστηκε για τη μεταπολιτευτική μας δημοκρατία. Θεωρήσαμε ότι, λίγο-πολύ, βέβαια ήταν μια εξέλιξη, ότι ως προς την προ-δικτατορική ήταν σε καλύτερη κατάσταση οπωσδήποτε αυτή η δημοκρατία, αλλά εμείς φανταζόμασταν μια κοινωνία όπου η κοινωνική δικαιοσύνη τουλάχιστον, δεν θα ήταν απούσα. Τότε βέβαια είχαμε και τα ζητήματα της ανεξαρτησίας, της εθνικής ανεξαρτησίας. πολύ έντονα. Έμπαιναν και εκείνα της δημοκρατίας, αλλά εμείς δεν πιστεύαμε τόσο σε μια αντιπροσωπευτική, δηλαδή σε μια δημοκρατία όπου θα ψηφίζαμε κάθε τέσσερα χρόνια και τον υπόλοιπο καιρό δεν θα συμμετείχαμε καθόλου. Με λίγα λόγια, η συντριπτική πλειοψηφία των πρωτεργατών του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, δηλαδή αυτών των φοιτητών που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της πάλης, ήταν στον χώρο της αριστεράς. Αυτό δεν σημαίνει, ότι ήταν με το ένα κόμμα ή με το άλλο. Υπήρχαν και άνθρωποι, υπήρχαν και κάποιοι φοιτητές που ήταν με το ένα κόμμα και κάποιοι άλλοι με το άλλο, αλλά ήταν πάρα πολύ περισσότεροι, θα μπορούσα να πω, εκείνοι που ήταν ανέντακτοι, χωρίς να έχουν ενταχθεί σε κάποια οργάνωση. Αλλά ήτανε στο χώρο της Αριστεράς. Έβλεπα λοιπόν, μια πολύ πιο προχωρημένη δημοκρατία από την αρχική. Αυτό ήταν το όνειρο. Άλλο όνειρο ήταν και η ίδια η πραγματικότητα. Δηλαδή, όταν ζούσαμε εκείνη τη στιγμή, δεν είχαμε την αίσθηση, δεν το καταλαβαίναμε ότι ήμασταν δημιουργοί ιστορικών γεγονότων. Αργότερα το καταλάβαμε, αφού τέλειωσαν τα γεγονότα. Εκείνη την περίοδο ήταν η δικτατορία από τη μία πλευρά και το φοιτητικό κίνημα από την άλλη. Δυστυχώς, οι πολιτικές δυνάμεις, από τη δεξιά ως την αριστερά, δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν σοβαρά γεγονότα εναντίον της δικτατορίας, παρότι προσπάθησαν να συγκροτήσουν και αντίσταση και αντιπολίτευση. Δεν τα κατάφεραν. Έτσι λοιπόν, ήταν πάρα πολύ ωραίο το αίσθημα το δικό μας, όταν καταλαβαίναμε ότι εμείς ήμασταν οι αντίπαλοι του δικτατορικού καθεστώτος, κατ’ εξοχήν εμείς.

Π.Δρ.: Μάλιστα δεν αφήνετε ευκαιρία στα δύο σας βιβλία να μην μαρτυρήσετε, αν θέλετε, το γεγονός, ότι τα επίσημα κόμματα της Αριστεράς ήταν ενάντια στην προοπτική να καταληφθεί το Πολυτεχνείο και να υπάρξει μια τέτοιου είδους επίθεση εναντίον της δικτατορίας.

Ο.Δ.: Βεβαίως, μα είναι καταγραμμένο και στα επίσημα κείμενά τους, και του ενός κόμματος και του άλλου: ήτανε γραμμένο και εξακριβωμένο πια αυτό το πράγμα –και για όποιον θέλει να το μάθει, το μαθαίνει πάρα πολύ εύκολα. Τώρα βέβαια, άλλα λένε, το ένα τουλάχιστον, γιατί το άλλο μεταλλάχτηκε, έγινε άλλη κατάσταση.

Ρέα: Αυτή η ερώτηση έρχεται από τη συμμαθήτριά μου Θάλεια. Με ποιό τρόπο, ποιά μέθοδο, καταφέρατε να γράψετε τα βιβλία σας για την περίοδο 1972-74; Χρησιμοποιήσατε τη μέθοδο της συνέντευξης ή της μαρτυρίας;

Ο.Δ.: Το πρώτο βιβλίο είναι ερευνητική δουλειά, δηλαδή έψαξα και τα βιβλία που είχαν γραφτεί και τα άρθρα που είχαν γραφτεί και συνεντεύξεις που είχαν δοθεί και πήρα κι εγώ συνεντεύξεις από φοιτητές εκείνης της περιόδου, αλλά ήξερα και από μόνος μου πολλά πράγματα και το μελετούσα πολλά χρόνια. Αυτό μου έφαγε πάρα πολλά χρόνια για να το βγάλω. Με παίδεψε πάρα-πάρα πολύ, γιατί έπρεπε ο ίδιος να σταθώ απέναντι στα γεγονότα, να ξεχάσω πως συμμετείχα κι εγώ, για να τα δω πιο καθαρά, ας το πούμε αντικειμενικά, –αν και ίσως η έννοια αυτή πια στην ιστορία δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία–, ώστε να δω πίσω από τα γεγονότα και να τα ερμηνεύσω. Δεν ξέρω πόσο τα κατάφερα, αλλά αυτός ήταν ο στόχος μου. Δεν ήταν ο στόχος να γραφτεί μια μαρτυρία ή να γίνει απλή περιγραφή των γεγονότων, αλλά να δοθεί και η ερμηνεία των γεγονότων, γιατί έγιναν έτσι και δεν έγιναν αλλιώς. Το δεύτερο βιβλίο, είναι αποσπάσματα από συνεντεύξεις, έτσι όπως σας είπα και προηγουμένως, άρθρα και κείμενα 87 ή 88 φοιτητών, αν θυμάμαι καλά, εκείνης της περιόδου, που πήραν μέρος ενεργά στο κίνημα.

Κυριάκος: Κύριε Δαφέρμο, είμαι ο Κυριάκος. Η ερώτηση μου είναι: Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να εξιστορήσει κανείς γεγονότα στα οποία πήρε μέρος και ο ίδιος;

Ο.Δ.: Είναι πραγματικά δύσκολο. Είναι πολύ δύσκολο, γιατί κινδυνεύει να μιλήσει συναισθηματικά, κινδυνεύει να μιλήσει μόνο με τις εμπειρίες τις δικές του, κινδυνεύει να μιλήσει μόνο με τις συγκινήσεις τις δικές του και, αν το κάνει αυτό, δεν είναι ιστορικό το βιβλίο του, είναι μια μαρτυρία που ο μελλοντικός ιστορικός θα τη λάβει υπ’ όψιν του, όχι όπως ακριβώς τα λέει τα πράγματα βέβαια, θα τη λάβει υπ’ όψιν του ο μελλοντικός ιστορικός για να γράψει ένα βιβλίο ιστορίας. Το πρώτο βιβλίο, το “Φοιτητές και δικτατορία”, φιλοδοξούσα να γίνει ένα βιβλίο ιστορίας, όχι μαρτυρία. Και τούτο πραγματικά ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που έκανα στη ζωή μου.

Π.Δρ.: Αλήθεια, πόσο καιρό σας πήρε για να το ολοκληρώσετε;

Ο.Δ.: Πέντε χρόνια, αλλά νομίζω ότι και πιο μπροστά δούλευα, ερασιτεχνικά, θα μπορούσε να πει κανείς. Πού και πού δούλευα, μαζεύοντας στοιχεία και πριν από τα πέντε χρόνια.

Π.Δρ.: Αργότερα, αν δεν κάνω λάθος, το καταθέσατε και ως διδακτορική διατριβή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο;

Ο.Δ.: Ναι, ναι. Είναι διδακτορική διατριβή, έχει τον τίτλο αυτό.

Κυριάκος: Η επόμενη ερώτηση είναι από τη συμμαθήτριά μου, τη Θάλεια: Πέτυχαν το στόχο τους τα ιστορικά σας βιβλία; Τι αντίκτυπο έχουν προκαλέσει;

Π.Δρ.: Σχόλια, κριτικές...

Ο.Δ.: Μάλιστα, πάρα πολύ ωραία ερώτηση αυτή! Όχι, δεν τον πέτυχαν. Δεν τον πέτυχαν, ειδικά το πρώτο (βιβλίο) που βγήκε το 1992 και που έβαζε πολύ σοβαρά ζητήματα. Το πρώτο ήρθε σε σύγκρουση με όλο το κλίμα της εποχής. Το κλίμα της εποχής ήτανε, για πολλούς και διάφορους λόγους, ποιο κόμμα θα έλεγε ότι συμμετείχε περισσότερο στα γεγονότα, άρα δημιούργησε το Πολυτεχνείο, και ποια προσωπικότητα. Όταν έρχεται, λοιπόν, ένα βιβλίο και λέει, ότι δεν ήταν δημιούργημα κανενός το Πολυτεχνείο και ότι γενικότερα το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα δεν ήταν δημιούργημα κάποιου κόμματος ή κάποιου ανθρώπου ή έστω κάποιων ανθρώπων, αλλά ήτανε αποτέλεσμα του όλου φοιτητικού κινήματος, της συλλογικότητας αυτής, μιας εκπληκτικής συλλογικότητας με αυτοοργάνωση, με αλληλεγγύη, έρχεται σε σύγκρουση με τα κατεστημένα συμφέροντα – να το πούμε έτσι – έρχεται σε σύγκρουση με αυτούς που ελέγχουν εφημερίδες, πουελέγχουν περιοδικά, που ελέγχουν Μ.Μ.Ε... Το αποτέλεσμα ήταν, ότι για το πρώτο βιβλίο δεν έγινε καμιά συζήτηση. Γράφτηκαν κάποια πράγματα, αλλά δεν έγινε συζήτηση, γιατί έλεγε τεκμηριωμένα κάποια πράγματα που δεν συνέφεραν κάποιους.

Κυριάκος: Η επόμενη ερώτηση είναι από τη συμμαθήτριά μου Φωτεινή: Νοιώθατε πλήξη ή χαρά όταν γράφατε;

Ο.Δ.: Εγώ, όταν έγραφα, ιδίως το πρώτο, γιατί το δεύτερο –σας είπα– είναι επιμέλεια, δεν το γράψαμε εμείς, αισθανόμουνα πάρα πολύ μεγάλη πίεση, πάρα πολύ μεγάλη στενοχώρια. Ήτανε μια πολύ ζόρικη υπόθεση, γιατί έπρεπε να βγω από τα γεγονότα, γιατί ξαναζούσα τα γεγονότα διαβάζοντάς τα, σκεφτόμενός τα –ενώ τα σκεφτόμουνα, τα ξαναζούσα και έπρεπε να αποστασιοποιηθώ, να απομακρυνθώ από τα γεγονότα, για να τα δω αντικειμενικά. Ήταν μια σπαραχτική διαδικασία. Πολύ σπαραχτική.

Π.Δρ.: ‘Σπαραχτική’ να υποθέσουμε, επειδή το όνειρο ήταν…; Δεν είναι

Ο.Δ.: Και γι’ αυτό. Προφανώς ήταν το όνειρο και δεν είναι. Καλά το είπατε.

Κυριάκος: Η επόμενη ερώτηση είναι πάλι από τη συμμαθήτριά μας τη Φωτεινή: Υπάρχουν κάποιες ιδέες σας που δεν έχουν γίνει ακόμα βιβλία;

Ο.Δ.: Δεν είμαι συγγραφέας, οπότε, ξέρετε, αν γράψω κάτι, βγαίνει μέσα από την ανάγκη μου να το πω. Ας πούμε, εγώ ασχολούμαι όπως και ο δάσκαλός σας με τα θέματα της παιδείας, της εκπαίδευσης, άρα τα τελευταία χρόνια γύρω από αυτά γράφω κάποια άρθρα και τώρα προσπαθώ να γράψω και κάτι άλλο, πάλι γύρω από την εκπαίδευση.

Κυριάκος: Η επόμενη ερώτηση είναι από τον συμμαθητή μου Αντώνη. Είναι μία προσωπική ερώτηση: Έχετε παιδιά; Αν ναι, τι τους έχετε διηγηθεί, που τα βιβλία δεν μπορούν να διηγηθούν;

Ο.Δ.: Βεβαίως έχω παιδιά και είναι και πολύ μεγαλύτερα από σας. Στα παιδιά μου δεν μίλησα για το Πολυτεχνείο και για τη δράση μου αυτή –δεν ήθελα να μιλήσω. Μάθανε βέβαια και το καθένα αντέδρασε με τον δικό του τρόπο. Δεν ήθελα να μιλήσω, δεν ήθελα να τα καθορίσω, δεν ήθελα να κάνω ιδεολογική εκπαίδευση, διότι θεωρώ ότι η ιδεολογική εκπαίδευση είναι φασιστική εκπαίδευση. Ας μάθαιναν ό,τι μάθαιναν. Το ένα με ρώτησε αρκετά πράγματα, το άλλο όχι. Αλλά κάποια στιγμή που του πήραν μια συνέντευξη, όταν ήταν στο Λύκειο, έμεινα έκπληκτος με τις απαντήσεις του. Φαίνεται, ότι είχε σκεφτεί, είχε διαβάσει, είχε μάθει, δεν ξέρω, παρόλο που εγώ δεν του είχα πει τίποτε απολύτως.

Ματίνα: Γειά σας, είμαι η Ματίνα και η ερώτηση αυτή είναι από τον συμμαθητή μου τον Σωτήρη: Γνωρίσατε κανέναν από τους στρατιώτες ή τους αστυνομικούς που ήταν γύρω από το Πολυτεχνείο εκείνη τη νύχτα;

Ο.Δ.: Όχι, δεν έτυχε, αλλά δεν το επιδίωξα, δεν είχε και νόημα. Ειδικά τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια η οργή ήταν πάρα πολύ μεγάλη, για να μην πω, ότι η οργή αυτή κράτησε πάρα πολλά χρόνια και μόνο με την ηλικία εκτονώθηκε, δεδομένου, ότι σκοτώθηκαν κάποιοι άνθρωποι από κάποιους που ήταν παράνομοι. Οι παράνομοι είχαν κατακτήσει την εξουσία και θεωρούσαν εμάς παράνομους, που ζητάγαμε την αποκατάσταση της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της ανθρωπιάς. Άρα δεν ήταν δυνατόν να πλησιάσω οποιονδήποτε είχε σχέση με το καθεστώς με οποιονδήποτε τρόπο. Μου προκαλούσε οργή και φοβόμουνα και τα νεύρα μου, να το πω ανθρώπινα.

Ματίνα: Η επόμενη ερώτηση είναι από τη Γεωργία: Τι σας θυμίζει σήμερα εκείνη η βραδιά;

Ο.Δ.: Τι μου θυμίζει; Τι μου θυμίζει... ναι... δεν το είχα σκεφτεί αυτό. Τώρα που με ρωτάς το σκέφτομαι, τί μου θυμίζει. Προσπαθώ να μην τη σκέφτομαι, κατ’ αρχήν. Γιατί προσπαθώ να μην τη σκέφτομαι; Γιατί εμείς κοιτάζαμε προς μία κατεύθυνση και η κοινωνία εξελίχθηκε προς ακριβώς την αντίθετη. Έτσι, όταν τη σκέφτομαι εκείνη τη βραδιά, μελαγχολώ και γι’ αυτό αποφεύγω να τη σκέφτομαι, γιατί με τη μελαγχολία δεν βγάζει κανείς τίποτα.

Ματίνα: Επίσης άλλη μία ερώτηση από τη Γεωργία: Τι μπορεί να διδάξει, κατά τη γνώμη σας, η θυσία των φοιτητών του Πολυτεχνείου στους Έλληνες το 2007;

Ο.Δ.: Τι μπορεί να διδάξει λοιπόν, το Πολυτεχνείο; Έχουν αλλάξει πολλά πράγματα από τότε, ζούμε σε έναν πολύ διαφορετικό σήμερα: ο νέος βάζει τα δικά του ερωτήματα για εκείνη την περίοδο και απαντά με τις δικές του απόψεις, τη δική του παιδεία, τα δικά του ‘θέλω’, τα δικά του όνειρα. Δεν νομίζω, πως εγώ μπορώ να πω κάτι γύρω από αυτό το ζήτημα. Πέρα από το ότι εκείνη η πράξη θα μπορούσε να πει κανείς πολύ γενικά, πως ήταν μια πράξη αντίστασης. Αντίστασης σε ένα διεφθαρμένο και ολοκληρωτικό καθεστώς, σε ένα παράνομο καθεστώς. Ήταν μια πράξη ανιδιοτέλειας. Δηλαδή δεν αγωνίστηκαν οι φοιτητές για να λυθούν τα δικά τους προβλήματα, τα φοιτητικά τους προβλήματα –και είχαν πολλά. Αγωνίστηκαν για τα προβλήματα της κοινωνίας, ολόκληρης της κοινωνίας, γιατί η δικτατορία οδηγούσε σε ένα βάραθρο την ελληνική κοινωνία και την οδήγησε τελικά –είχαμε την κυπριακή τραγωδία. Ο ελληνισμός συρρικνώθηκε και έφταιγε γι’ αυτό η Δικτατορία. Και ήταν και μια πράξη αξιοπρέπειας: δεν είναι δυνατόν ένα ον που ονομάζεται άνθρωπος, να δέχεται αδιαμαρτύρητα να του καταπνίγει τη φωνή, την ελευθερία και το είναι του κάποιος στρατιωτικός, επειδή έχει όπλα, επειδή έχει τανκς. Άρα μια στάση αξιοπρέπειας ήταν. Αν λοιπόν μπορούμε να διδαχτούμε σήμερα κάποια πράγματα, τα οποία δυστυχώς δεν τα βρίσκουμε, δεν υπάρχουν ή υπάρχουν πολύ περιθωριακά, θα έλεγα, είναι η ανιδιοτέλεια –δυστυχώς, σήμερα ο ατομικισμός και ο καταναλωτισμός είναι που κυριαρχούν, άρα δύσκολα θα βρούμε ανιδιοτέλεια ή αξιοπρέπεια. Και αυτή είναι δυσεύρετη σήμερα, όπως και η αντίσταση. Γίνονται πολλά πράγματα σήμερα που είναι απαράδεκτα, αλλά αντίσταση δεν υπάρχει.

Ματίνα: Ένα πρόσφατο βιβλίο του συναγωνιστή σας, του κ. Παπαχρήστου, έχει τον τίτλο “Το Πολυτεχνείο ζει;”. Ποια είναι η δική σας απάντηση σε αυτό το ερώτημα;

Ο.Δ.: Αν ζει ή όχι το Πολυτεχνείο, θα το πείτε εσείς, παιδί μου, εσείς οι νέοι άνθρωποι. Αν εσάς κάτι σας λέει, ζει. Αν δεν σας λέει κάτι, δεν ζει.

Χρήστος: Γειά σας!

Ο.Δ.: Γειά σου!

Χρήστος: Ένας άλλος συναγωνιστής σας, σε ένα παλαιότερο κείμενό του, που δημοσιεύτηκε στο βιβλίο “Εκ των υστέρων” το 1993, κατέληξε στην εξής απορία: “Θα είμαστε μέσα στο επόμενο Πολυτεχνείο;” Ποιο θα ήταν για σας το επόμενο Πολυτεχνείο, εναντίον ποιού εχθρού, εναντίον ποιού προβλήματος;

Ο.Δ.: Εδώ χρειάζεται ολόκληρη διάλεξη. Εν τάχει: αν είμαστε στο αυριανό Πολυτεχνείο... Ξέρετε, οι επαναστάσεις, οι ανατροπές, οι αντιστάσεις γίνονται από τους νέους ανθρώπους, δεν γίνονται από τους μεγαλύτερους, από τους μεγάλους. Αλλά, αν διαμορφωθούν συνθήκες αντίστασης και αξιοπρέπειας, πάλι οι νέοι θα είναι μπροστά. Εναντίον ποιού θα είναι; Σήμερα, κατά την άποψή μου, οδεύουμε προς μια νέα βαρβαρότητα. Ο νεοφιλελευθερισμός, ως πολιτική άποψη, κυριαρχεί σε όλο τον κόσμο: αντιστάσεις δεν υπάρχουν και έτσι συρρικνώνονται τα δικαιώματά μας –και τα δημοκρατικά μας δικαιώματα και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Και οι εργασιακές μας σχέσεις, η εργασιακή μας ασφάλεια τινάζεται στον αέρα. Και το κράτος πρόνοιας τινάζεται στον αέρα. Αφήνεται λοιπόν, ο απλός κόσμος στο έλεος του κέρδους και της κατανάλωσης. Είναι τεράστια ζητήματα αυτά, που δυστυχώς κυριαρχούν, προχωρούν, καταβάλλουν τις συνειδήσεις των ανθρώπων και αντιστάσεις ακόμα δεν συγκροτήθηκαν. Αλλά το Πολυτεχνείο του μέλλοντος δεν θα έχει καμιά σχέση με κτίριο, υποθέτω, και με φωνές. Μάλλον θα εκφραστεί μέσω του διαδικτύου.

Χρήστος: Υπάρχει κάτι που σας έχει σημαδέψει από τη Δικτατορία και όμως δεν βρήκε θέση στα βιβλία σας;

Ο.Δ.: Ναι. Η ‘ποίηση’ των ημερών εκείνων, που δεν μπορούσα να την κάνω ποίηση. Είχε μια ποίηση, όλο το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα, ήταν ένα οραματικό κίνημα, ήταν ένα γλυκό κίνημα, ήταν ένα ανιδιοτελές κίνημα, όπως είπα και προηγουμένως, είχε μια ομορφιά ζωής και συντροφικότητας. Ήταν ένα ποίημα, ένα όνειρο –και το όνειρο ποίημα είναι. Θα έπρεπε λοιπόν, κάποιον να γράψει ποιήματα για εκείνη την περίοδο. Εγώ δεν το έκανα, δεν μπόρεσα να το κάνω.

Χρήστος: Η επόμενη ερώτηση είναι από τους συμμαθητές μας, τη Νίκη και τον Αντρέα. Θα γράψετε άλλα βιβλία ή όχι;

Ο.Δ.: Για εκείνη την περίοδο, όχι. Γιατί νομίζω, ότι όσα ήθελα να πω, τα είπα. Από ένα σημείο και μετά πρέπει κανείς να δει και άλλα πράγματα στη ζωή του, δεν μπορεί να μένει μονίμως εγκλωβισμένος στο παρελθόν, γιατί τότε παρουσιάζονται πολύ-πολύ σοβαρά προβλήματα στη συμπεριφορά του. Έτσι λοιπόν, εγώ θεωρώ, ότι –ας μου επιτραπεί η έκφραση– καθάρισα με εκείνη την περίοδο με αυτά τα δύο βιβλία και δεν θα ξανασχοληθώ. Αυτή τη στιγμή που μιλάω μαζί σας κάνω το χατήρι του δασκάλου σας.

Π.Δρ.: Μεγάλο χατήρι, για να ακριβολογούμε. Είμαστε ιδιαιτέρως ευγνώμονες. Όλοι οι παρόντες σε αυτήν εδώ τη συζήτηση.

Ο.Δ.: Καθόλου, καθόλου. Να είστε καλά εσείς και κυρίως τα παιδιά –δεν έχουμε τίποτα πολυτιμότερο πια.

Χρήστος: Αν μεταδοθεί από το ραδιόφωνο αυτή η συνομιλία μας, ποιο τραγούδι θα θέλατε να ακολουθήσει και σε ποιον θα θέλατε να το αφιερώσετε;

Ο.Δ.: Κατ’ αρχήν θέλω να το αφιερώσω σε εσάς, τα παιδιά, που είστε τώρα στο στούντιο. Και θα ήθελα να είναι το τραγούδι για τον Τσε Γκεβάρα.

Π.Δρ.: Εννοείτε το τραγούδι του Μάνου Λοΐζου;

Ο.Δ.: Όποιο έχετε.

Π.Δρ.: Όποιο έχουμε. Η Γεωργία ήθελε να σας κάνει μια ερώτηση που την κατέγραψε μόλις τώρα. Κατά τη διάρκεια αυτής της συζήτησης. Κάτι που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί λίγο-πολύ –το επαναλαμβάνουμε –τις ερωτήσεις, που προηγήθηκαν, τις φτιάξαμε κοιτάζοντας τα βιβλία σας στην τάξη μας, κοιτάζοντας το Πολυτεχνείο από πολλές σκοπιές, και ιστορικές και λογοτεχνικές –μιας και μιλήσατε για την ποίηση εκείνων των ημερών.

Γεωργία: Στο βιβλίο “Όνειρο ήταν…”, το όνειρο που φανταζόσασταν στο τέλος τι έγινε; Τι απόγινε; Έγινε;

Ο.Δ.: Να μην σε απογοητεύσω, κοριτσάκι μου, όχι, δεν έγινε. Έπεσε λοιπόν, η δικτατορία: το μισό όνειρο έγινε πραγματικότητα. Το μισό μας όνειρο ήταν να φύγουν οι δικτάτορες, αυτοί οι συνταγματάρχες οι παράνομοι, αυτά τα φασιστοειδή. Αυτό έγινε, το μισό όνειρο λοιπόν, κατακτήθηκε. Το άλλο μισό όνειρο ήταν, ότι εμείς πιστεύαμε, πως στην Ελλάδα θα έρθει ένα πιο ωραίο, πιο δίκαιο, πιο ποιητικό καθεστώς. Και αυτό δεν ήρθε. Γι’ αυτό και πολλοί από μας, οι περισσότεροι από μας, είμαστε έξω από την πολιτική σκηνή από τη δεκαετία του ‘70. Προσπαθήσαμε να μπούμε στην πολιτική σκηνή κάποιοι από εμάς και εκείνη μας απέβαλε, γιατί είχαμε άλλα πράγματα στο μυαλό μας. Λίγοι από μας μείνανε στην πολιτική σκηνή.

Π.Δρ.: Μιας και το λέτε... –βλέπω και τον Χρήστο και τον Μιχάλη έτοιμους να σας κάνουν μια ερώτηση… Μιας και το αναφέρετε, στο βιβλίο σας, “Όνειρο ήταν…” φιλοξενείτε πρόσωπα που, εν τέλει, το πολιτικό σύστημα έκανε αποδεκτά και που διεκδίκησαν και ανέλαβαν θέσεις έως και κυβερνητικές. Θεωρείτε, ότι συμμετείχαν σε ένα όνειρο του παρόντος, μέσα από αυτή την ένταξή τους, ή ήταν τόσο πια το νερό που μπήκε σε αυτό το αρχικό κρασί της νιότης, που να φτάνουμε στο σημείο να λέμε, ότι δεν έμεινε καθόλου κρασί;

Ο.Δ.: Ξέρετε, ο κόσμος αλλάζει, οι άνθρωποι αλλάζουν. Και σωστά αλλάζει ο κόσμος και σωστά αλλάζουν οι άνθρωποι. Μεγαλώνοντας κανείς και βλέποντας σε διάφορα επίπεδα που πίστεψε, ότι υπάρχει κάποιο κενό, δεν είναι υποχρεωμένος να μένει στις ίδιες απόψεις, στην ίδια ιδεολογία. Εγώ δεν έχω να καταμαρτυρήσω τίποτα στους ανθρώπους που αναμίχτηκαν και έγιναν και υπουργοί, εφόσον διατήρησαν την εντιμότητα και την καθαρότητά τους. Με τις πολιτικές τους απόψεις μπορεί να διαφωνώ, αλλά είναι σεβαστές. Αυτοί όμως, που δεν κράτησαν την ηθική τους, δεν ήταν δηλαδή, ηθικοί αναμειγνυόμενοι στα κοινωνικά και τα πολιτικά πράγματα... είναι προφανές, ότι στέκομαι εχθρικά απέναντί τους. Και όχι μόνο πίσω τους, αλλά και μπροστά τους.

Χρήστος: Από τους ελεύθερους σκοπευτές που υπήρχανε γύρω από το Πολυτεχνείο, χτυπήθηκε ή σκοτώθηκε κάποιος φίλος σας;

Ο.Δ.: Όχι. Οι φίλοι μου περιοριζόντουσαν στον φοιτητικό χώρο. Εμείς, οι φοιτητές, δεν είχαμε θύματα, γιατί δύο χρόνια πιο μπροστά είχαμε κάνει και άλλες καταλήψεις, είχαμε κάνει πολλές διαδηλώσεις, είχαμε αντιμετωπίσει και άλλες φορές τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του καθεστώτος και ξέραμε να προφυλαχτούμε, ξέραμε πώς να κινηθούμε. Δυστυχώς, τα θύματα ήταν από μαθητές, εργαζόμενους και άλλους που για πρώτη ίσως φορά πήραν μέρος σε μια τέτοια διαδήλωση, μέθυσαν από την ατμόσφαιρά της και έτσι δεν φρόντισαν να προφυλαχτούν. Εμείς ήμασταν πολύ πιο έμπειροι και ξέραμε να φυλαχτούμε.

Χρήστος: Αν κάποιος φίλος σας τραυματιζόταν ή πέθαινε, πώς θα νοιώθατε;

Ο.Δ.: Όπως καταλαβαίνεις, πάρα-πάρα πολύ άσχημα. Θα μπορούσε να φτάσει κανείς στο σημείο να πει, γιατί χάθηκε αυτός κι όχι εγώ. Θα αισθανόμασταν, πολλοί από εμάς, όχι μόνο εγώ, τύψεις που χάσαμε έναν τέτοιο άνθρωπο και εμείς ζούμε. Αυτή η συντροφικότητα υπήρχε τότε, που επιτρέπει να σας πω αυτά τα λόγια.


Π.Δρ.: Ο Μιχάλης έχει να σας κάνει, νομίζω, την τελευταία ερώτηση.

Μιχάλης: Όταν ήσασταν στο Πολυτεχνείο, πώς νοιώσατε με αυτόν τον μικρό πόλεμο;

Ο.Δ.: Πώς ένοιωσα με αυτόν τον μικρό πόλεμο; Ότι κανείς, αντιμετωπίζοντας ένα βίαιο καθεστώς, το οποίο φυλάκιζε, έδερνε, βασάνιζε, τελικά σκότωσε, μπορούσε να το αντιμετωπίσει με ειρηνικά μέσα και να είναι αποτελεσματικός, γιατί το φοιτητικό κίνημα, όπως ίσως θα έχετε δει, δεν χρησιμοποίησε καθόλου βία στην αντιπαράθεσή του με το βίαιο καθεστώς, το χουντικό, το δικτατορικό. Έκανε διαδηλώσεις, έκανε καταλήψεις, φώναζε συνθήματα, έκανε διαδηλώσεις ακόμα και στα χουντικά δικαστήρια, πήγαινε να αντιμετωπίσει τη βία και την παρανομία του δικτατορικού καθεστώτος, δεν χρησιμοποίησε βόμβες, δεν χρησιμοποίησε όπλα, δεν χρησιμοποίησε ξύλα, δεν χρησιμοποίησε απολύτως τίποτα. Άρα το συμπέρασμα το τελικό είναι –το δικό μου, εμένα, τώρα που μεγάλωσα, γιατί όταν ήμουν μικρότερος έλεγα άλλα πράγματα– ότι μπορεί κανείς με ειρηνικά μέσα να καταφέρει πάρα πολλά πράγματα, έστω κι αν απέναντί του έχει τη βία.

Γεωργία: Κύριε Δαφέρμο, θέλω να σας κάνω ακόμα μια ερώτηση: Τα συνθήματα που λέγατε, για ποιο λόγο τα λέγατε, για να διαμαρτυρηθείτε;

Ο.Δ.: Ναι. Τα συνθήματα ήταν εναντίον της δικτατορίας. Φωνάζαμε: “Κάτω η χούντα!”. Χούντα τη λέγαμε τότε, στρατιωτική οργάνωση, θα πει χούντα. “Κάτω η χούντα!”, “Να φύγει η χούντα!”. Δημοκρατία θέλαμε, ελευθερία θέλαμε, καλύτερη παιδεία θέλαμε. Έτσι, όταν φωνάζει κάποιος, φωνάζει εναντίον κάποιου, διαμαρτύρεται και βάζει τα αιτήματά του. Αυτό κάναμε.

Γεωργία: Θυμάστε ακόμα κάποια συνθήματα;

Ο.Δ.: Ναι. Αυτό το περίφημο σύνθημα, πιθανόν να το έχετε ακούσει και εσείς: “ΨΩΜΙ, ΠΑΙΔΕΙΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”. Θέλαμε λοιπόν, καλύτερη παιδεία, όχι χουντική παιδεία, διότι πάντοτε στα δικτατορικά καθεστώτα η παιδεία τους είναι στραβή, κουτσή και λαθεμένη. Θέλαμε ελευθερία, να μπορούμε να μιλάμε ελεύθερα, να μην φοβόμαστε να μιλάμε, να μη φοβόμαστε να πάμε όπου θέλουμε να πάμε και να κάνουμε ό,τι θέλουμε να κάνουμε, μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας. Και βέβαια τότε υπήρχε το ζήτημα του βιοτικού επιπέδου, που το εξέφραζε η λέξη “ψωμί”, αφού η δικτατορία, τουλάχιστον την περίοδο εκείνη, είχε χειροτερέψει πάρα πολύ την οικονομική κατάσταση ενός μεγάλου ποσοστού του ελληνικού λαού.

Π.Δρ.: Κύριε Δαφέρμο, οι τελευταίες ερωτήσεις ήταν ερωτήσεις της’ στιγμής’.

Ο.Δ.: Ωραία, πολύ ωραία. Γιατί όχι; Ίσως αυτές είναι οι καλύτερες.

Π.Δρ.: Ίσως ήταν οι καλύτερες, γιατί έτσι καταφέραμε να γεφυρώσουμε μια όχι ασήμαντη απόσταση, την απόσταση της Ρόδου από την Αθήνα, όπου διαμένετε και διδάσκετε, εργάζεστε και συγγράφετε. Σε αυτό το σημείο θα θέλαμε να σας στείλουμε το ‘ευχαριστώ’ επτά ανθρώπων.

Ο.Δ.: Εγώ σας ευχαριστώ.

Π.Δρ.: Επτά παιδιών στην ψυχή –και διαπιστώσαμε, ότι βρήκαμε ακόμα μια ανάλογης ηλικίας και ανοιχτής συνείδησης ψυχή, στην άλλη άκρη του τηλεφώνου.

Ο.Δ.: Να ‘στε καλά.

Π.Δρ.: Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ.

Ο.Δ.: Εγώ σας ευχαριστώ και εύχομαι ό,τι καλύτερο και σε σας και στα παιδιά!

«Αύριο θα κάνει ξαστεριά». Έργο του Τάσσου


Η τηλεφωνική συνομιλία μας με τον κ. Ολύμπιο Δαφέρμο πραγματοποιήθηκε την Δευτέρα, στις 29-10-2007, στο στούντιο ηχογραφήσεων του Ρ/Σ “Λυχνάρι” (91,4).

Δεν υπάρχουν σχόλια: