Το σχολικό εγχειρίδιο μαθητή της Δ' Δημοτικού
Παρότι άμεσα εξοικειωμένος με τα μεσόγεια πολιτικά ήθη και το κυριότερο, ευρυμαθής και οξύνους όσο λίγοι, ο Ουμπέρτο Έκο, έχει κατά κόρον διαψευστεί σχετικά με την περιώνυμη εξαγγελία του, πως τον “Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις” -ενδεικτικά: τόσο από τις συχνές παλινδρομήσεις του οικείου του ιταλικού κοινοβουλευτικού συστήματος, όσο κι απ` την πολιτική ζωή της γείτονος Ελλάδας. Παραμερίζοντας τα της κι εφέτος θερμής Ευρωπαϊκής σκηνής (βλ. Ρωσογεωργιανή συμπλοκή) καθώς και το πρόσφατο εντόπιο σκάνδαλο γύρω απ` τη Μονή Βατοπεδίου, θα περιοριστώ σε μία αυγουστιάτικη, συνεπώς “μη είδηση”, αναφορικά με τα οικεία μας εκπαιδευτικά: τη δυνατότητα απαλλαγής για τους μαθητές των δύο πρώτων βαθμίδων εκπαίδευσης από το μάθημα των Θρησκευτικών.
Με μια λιτή δήλωση εκ μέρους του γονέα/κηδεμόνα -δίχως μάλιστα συναφή γραπτή αιτιολόγηση- ο μαθητής του ελληνικού σχολείου δεν είναι πλέον υποχρεωμένος να συμμετάσχει στις δραστηριότητες που αφορούν το διδακτικό πρόγραμμα των Θρησκευτικών.
Την αντανακλαστική, άμεση -κυρίως από τηλεοράσεως- αντίδραση αρκετών συμπολιτών μας κατηύθυνε η ισχύς της συνήθειας -η λεγόμενη δύναμη της αδράνειας: 'κατάπτυστο' το μέτρο για τους “θρησκευόμενους”, 'φιλελεύθερο' σύμφωνα με την “προοδευτική” θέση.
Με την ευκαιρία που δίνει η πρόσφατη έναρξη του φετινού σχολικού έτους, ας προσεγγίσουμε το ζήτημα με το κριτικό πνεύμα που του αρμόζει -ξεκινώντας από το άμεσο πλαίσιο αναφοράς του: τον ρόλο του εν λόγω μαθήματος εντός του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Δεν πρόκειται για αντικείμενο συχνών αντεγκλήσεων -είτε προχωρώντας κανείς στη μελέτη των Αναλυτικών Προγραμμάτων Δημοτικού, Γυμνασίου, Λυκείου, είτε αρκούμενος στην γενικότερη αίσθηση που αφορμάται από την προσωπική του σχολική εμπειρία ή στην πιο πρόσφατη των παιδιών του. Στο μάθημα των Θρησκευτικών αναγνωρίζεται ένας έντονα παιδευτικός χαρακτήρας ειδικού ηθικού βάρους για την πνευματική διάπλαση του νέου ανθρώπου. Διερωτάται όμως εύλογα κανείς: Στα “θρησκευτικά”, όπως πληθυντικώς αποκαλείται το εν λόγω διδακτικό πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο πρόγραμμα (υπονοώντας έτσι μία πλουραλιστική προσέγγιση στο θρησκευτικό φαινόμενο), ή αποκλειστικά σε στοιχεία-ψηφίδες της βιβλικής παράδοσης;
Το σχολικό εγχειρίδιο μαθητή της Γ' Δημοτικού
Ήδη είμαστε ένα βήμα κοντύτερα στη 'φύση' του υπό εξέταση προβλήματος: έχουμε να κάνουμε με ένα γνωστικό αντικείμενο ανοιχτής ζήτησης–συζήτησης, ή με έναν από καθ` έδρας συστηματικό προσηλυτισμό;
Ποιόν από τους δύο ανωτέρω ορίζοντες χάνουν πλέον οι μαθητές σύμφωνα με την προοπτική που παρέχει στους γονείς τους το νέο μέτρο; Διαλεκτική μύηση στην θρησκευτικότητα ή κατήχηση ενός κάποιου θρησκευτικού μορφώματος (αποφεύγω να πω “χριστιανικού”, επικαλούμενος την πειστική ανάλυση περί αλλοτρίωσης του, από επιφανείς θεολόγους, όπως ο Στ. Ράμφος και ο Χρ. Γιανναράς).
Ένα δεύτερο βήμα στα ενδότερα του θέματος μας, μας φέρνει κατά πρόσωπο με τις αντινομίες που επί δεκαετίες περιέχονται στο Σύνταγμά μας (2001): Από τη μία δηλώνεται ρητώς, πως “η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως είναι απαραβίαστη” (άρθρο 13, 1), πλην όμως σχετικά με την παιδεία μας, αναφέρει μεταξύ άλλων, πως “έχει σκοπό (...) την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης” (άρθρο 16, 2). Αφενός “ο προσηλυτισμός απαγορεύεται” (άρθρο 13, 2) και προκρίνεται το πνεύμα της ανεξιθρησκίας, αφετέρου “επικρατούσα θρησκεία της Ελλάδας είναι η Θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού” (άρθρο 3, 1).
Δεν είναι ασφαλώς άμοιρη σχολιασμού τόσο στον στενά ακαδημαϊκό (βλ. ενδ. Καζεπιδης, Οι σκοποί της παιδείας, στον τόμο: Φιλοσοφία της Παιδείας, σσ. 110-116), όσο και στον ευρύτερα δημόσιο χώρο (βλ. ενδ. το εξαιρετικό άρθρο του επίσης πανεπιστημιακού Δημ Τσαρδάκη, Θρησκευτική χειραγώγηση και εκπαίδευση, Ελευθεροτυπία, 21/7/2005, σελ. 9), η προφανής διγλωσσία του Συντάγματος μας επί του πολυδιάστατου τούτου ζητήματος. Ούτε αποσιωπάται η επίσης προφανής π(λ)ηγή από την οποία απορρέουν οι αντιφατικές προγραμματικές αρχές της Πολιτείας και οι μετέωρες και αποσπασματικές πρακτικές που ενίοτε αυτή υιοθετεί: η αναστολή των διακριτών ρόλων μεταξύ κράτους και Εκκλησίας.
Εν κατακλείδι: Η απροθυμία της ελληνικής Πολιτείας να προχωρήσει στην πολιτική της σύγκλιση με τα Ευρωπαϊκά δεδομένα, ολοένα και θα εγκυμονεί ημίμετρα “υπέρ τον πολίτη”, όπως η νεόκοπη απαλλαγή των μαθητών από το μάθημα των Θρησκευτικών (δίχως συνάμα να αντιπροσφέρεται στα παιδιά του η επιλογή μαθημάτων, όπως π.χ. Στοιχεία θρησκειολογίας ή Ιστορία των Θρησκειών). Ας διερωτηθεί ο σκεπτόμενος αναγνώστης: ήταν λοιπόν τυχαίο, το λεγόμενο “τάιμινγκ” του Υπουργείου Παιδείας να εξαγγείλει την “πολιτική ελευθεροφροσύνη” μιας τέτοιας παρέμβασης τον Αύγουστο, τον μήνα όπου “δεν υπάρχουνε ειδήσεις”;