Όσο κι αν σ` αυτόν τον τόπο είναι αντικείμενο συστηματικής απαξίωσης ο δημόσιος κριτικός λόγος, τόσο ο εκάστοτε εγρηγορούντας πομπός του όσο και ο εκάστοτε ξάγρυπνος δέκτης του, βρίσκουν τον τρόπο του να συστήσουν μία επικοινωνία-κοινωνία πραγματικά ομιλούντων προσώπων, στο περιθώριο της κραταιάς, πλην κοινωνικά παρασιτικής διαπλοκής της κομματοκρατίας με τη μερίδα του λέοντος των ΜΜΕ –συνεπώς και της αγοράς. Και μόνο να σκεφτεί κανείς πόσο έχει κατασυκοφαντηθεί –διαχρονικό τροπάρι– η λέξη “κρίση”, κρίση στην τάδε ή στην δείνα κοινωνική σφαίρα, γίνεται απ` ευθείας κατανοητό το κουτσούλισμα που απολαμβάνει κατάμουτρα και καθ’ έξιν η δημόσια κριτική προσέγγιση. Διότι “κρίση” δεν σημαίνει, όπως η συνήθης χρήση της την άγει και τη φέρει, διατάραξη ή διάβρωση του υγιούς, πολύ δε περισσότερο ανάδειξη και προσχώρηση στην ανωμαλία.
Η λειτουργία της κρίσης ανταποκρίνεται στην ανάγκη μας να κάνουμε ένα βήμα πιο κοντά στην κατανόηση και στον ανα-σχεδιασμό της πραγματικότητας. Να αυτενεργήσουμε σε εκείνο το άλμα, πέρα από τα σύννεφα-αυταπάτες, που συγκροτούν το τάχα ασφαλές ιδιωτικό μας λημέρι μέχρι εκείνη την ωραία πρωία, όπου μία απροειδοποίητη ΜουΜουΈδικη αιθρία μας υποχρεώσει να δηλώσουμε πως πλέον “πέσαμε από τα σύννεφα” –είτε πρόκειται για εντόπια τρομοκρατία, είτε για ρασοντυμένη ορθοδοξία, είτε για υποκλεπτόμενη τηλεφωνία, από υπουργό μέχρι μανάβη και από μανάβη μέχρι υπουργό.
Είτε πρόκειται για την ημετέρα των Ελλήνων παιδεία –για να περιοριστώ στο θέμα μου αγαπητέ αναγνώστη.
Το δεκαπενθήμερο των πρόσφατων κινητοποιήσεων στην πρώτη βαθμίδα της εκπαίδευσης, μπορεί, εξ αιτίας των κλειστών ή υπολειτουργούντων σχολείων, να προκάλεσε άμεσα την αναμενόμενη από τους απεργούς αναστάτωση στους άεργους πλέον μαθητές μας και στις πνιγμένες σ` ένα κάρο πρακτικές μέριμνες οικογένειές τους, όμως η «κρίση στην παιδεία» –κρίση επαναλαμβάνω, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, με την έννοια δηλαδή της κριτικής προσέγγισης– μόλις τις τελευταίες ημέρες φαίνεται να έκανε την παρουσία της στο επίπεδο του δημόσιου (δια)λόγου. Λίγο η απαγκίστρωση των απεργών από τον οικονομικό πυρήνα των αιτημάτων τους και η πρόταξη μιας “αξιοπρέπειας”, που δύναται να επιστρέφει στην υπουργό τα δύο ανά μήνα ευρώ την προσεχή τριετία (βλ. ενδ. Ελευθεροτυπία, 25-9-2006), λίγο και η απομάκρυνση του όλου ζητήματος από τους μονομερείς προβολείς της τηλε-ειδησεογραφίας γύρω από τα περί κουμπάρων και δημόσιων τρύπιων κουμπαράδων, φαίνεται πως ανοίγει σιγά σιγά ένα κανάλι, όπου φέρνει στα μάτια των πολιτών ολοένα πιο κοντά και πιο άμεσα το πρόβλημα –συνεπώς και την “κρίση” του, δηλαδή την κριτική του προσέγγιση.
Με την ανιδιοτελή μέριμνα πρώτα του απλού πολίτη και έπειτα με την έγνοια και όχι απλώς με την ιδιότητα του εκπαιδευτικού, θα προσπαθήσω σύντομα κατ` ανάγκην να ασκήσω την προσωπική μου “κρίση” πάνω στην τρέχουσα εκπαιδευτική πραγματικότητα –επαναλαμβάνω, για την κατανόηση και τον ανασχεδιασμό της.
Κατανόηση όμως, όπως είπαμε, δίχως κατάδειξη του φαλακρού κρανίου του βασιλιά, δίχως την εξιχνίαση δηλαδή των πλέον διαδεδομένων μύθων γύρω από την παιδεία, δεν είναι κατανόηση σωστή. Ας πιάσουμε λοιπόν τους ισχυρότερους, καθότι δημοφιλέστερους, μύθους από αυτούς έναν-έναν:
α) Ο μύθος της δωρεάν δημόσιας εκπαίδευσης:
Όσο κι αν μας το αρνούνται οι αναθρεμμένοι υπό τον λαϊκισμό της δεκαετίας του ‘80 επί του θέματος εθισμοί, εκπεφρασμένοι είτε από τους συντάκτες των τριών τελευταίων συνταγμάτων, είτε από τα πλακάτ πλήθους φορέων της εκπαίδευσης και των τριών βαθμίδων σε κάθε τους διαδήλωση (“προάσπιση του δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης”), μόνον ο έκαστος οικογενειακός προϋπολογισμός, ο οποίος σημειωτέον συναθροίζεται σε τεράστια οικονομικά μεγέθη, γνωρίζει τι δαπάνες ανά έτος προετοιμάζει για φροντιστήρια σχεδόν όλων των γνωστικών αντικειμένων και των ειδών (είτε για ξένες γλώσσες και υπολογιστές είτε για εκθέσεις ιδεών και θέματα εκπαιδευτικών για τις ανά διετία εξετάσεις του ΑΣΕΠ) στα οποία, υποτίθεται, ότι η δημόσια εκπαίδευση μονοπωλεί.
Όσο το “σαπούνι και το σχοινί” της παραπαιδείας διαφεύγει των μεταρρυθμιστικών σχεδιασμών που απαιτούνται με κεντρικό σκοπό την ολοσχερή απόσυρσή τους (ρυθμίσεων για τις οποίες το 5% του ετήσιου προϋπολογισμού είναι απλώς μία μίνιμουμ προϋπόθεση), η δημόσια εκπαίδευση –αποφεύγω σκοπίμως να πω παιδεία– αμφότερα θα τα φέρει σφιχτά στο χέρι και το λαιμό της αντιστοίχως.
β) Ο μύθος της φιλελεύθερης εκπαιδευτικής πολιτικής:
Η κυρία Γιαννάκου, σε πρόσφατη τηλεοπτική της παρουσία (ΝΕΤ, «Προσκήνιο», 25-9-2006), ολωσδιόλου πεπεισμένη για την ορθότητα της ακόλουθης δήλωσής της, διετράνωνε πως διαβιούμε “σε κράτος με φιλελεύθερη διακυβέρνηση” -συνεπώς φιλελεύθερο και στα εκπαιδευτικά. Το μέγεθος της αυταπάτης –ή, για να γίνουμε ολιγότερο αφελείς, της εξαγγελλόμενης πλάνης-ρητορείας– δεν μας επιτρέπει ούτε προς στιγμή να αστειευτούμε με την αστοχία της “με μητέρα δασκάλα” και προσφάτως αυτοχαρακτηριζόμενης “έντιμης” υπουργού. Από την πληθώρα των παραδειγμάτων και των επιχειρημάτων που αποσαφηνίζουν την αστοχία της κυρίας υπουργού διαλέγω “από τα ρηχά” διερωτώμενος:
- Μπορούν τα δημόσια πανεπιστήμιά μας να καθορίσουν επακριβώς και κατ’ αποκλειστικότητα τη διαδικασία επιλογής των φοιτητών τους; Ή να ελέγξουν, έστω, τον ανάλογο με τις υποδομές τους αριθμό των ετήσιων εισακτέων τους; (Το ζήτημα της αυτοδιαχείρισης των οικονομικών για τις πανεπιστημιακές σχολές δεν το αγγίζω καν –είπαμε: θα ψαρέψουμε “από τα ρηχά”).
- Είναι σε θέση τα ανά την Ελλάδα ιδιωτικά σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να συντάξουν και εν τέλει να προκρίνουν στην πράξη δικά τους προγράμματα σπουδών ή αυτοτελή εγχειρίδια σπουδών μαθητή και δασκάλου, που θα υπακούν σε παιδαγωγικά κριτήρια, της δικής τους ωστόσο επιλογής;
Δεν είναι μόνον η υπουργός που πανηγυρίζει για την είσοδο των 56 νέων βιβλίων στις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Είναι και αρκετά μέλη του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ορισμένα από τα οποία ωστόσο αδυνατούν να αποσιωπήσουν τον συγκεντρωτισμό που επέβαλε το υπουργείο στη σύνταξη των νέων προγραμμάτων σπουδών (ΔΕΠΠΣ)[1]. Και, παρότι, ‘εύλογοι’, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν οι εν λόγω πανηγυρισμοί –αντικατεστάθησαν εγχειρίδια που γυροέφεραν τον ήλιο 25 φορές, με εκατοντάδες μαθητών της προηγούμενης γενιάς οι όποιοι τα βρήκαν αργότερα μπροστά τους ως δάσκαλοι!– δεν είναι δυνατόν να μην επισημανθεί πως το όλο εγχείρημα είναι μία καλή απάντηση σε παιδαγωγικό αίτημα ωστόσο του προηγούμενου αιώνα (δεκαετία του `90 –υπέρ της αυτενέργειας του μαθητή).
Τούτου εδώ, του 21ου, αίτημα είναι, το πολλαπλό –για έκαστο γνωστικό αντικείμενο– βιβλίο (υπέρ της κατοχυρωμένης θεσμικά δηλαδή, αυτενέργειας και του επιστήμονα-δασκάλου). Εκτός κι αν επιμένουμε στον ισχυρισμό, πως η χρονική απόσταση που χωρίζει τα ευρωπαϊκά από τα… βαλκανικά εκπαιδευτικά αιτήματα και τις συναφείς επιλύσεις τους, είναι μόλις των δύο δεκαετιών –συνεπώς και των πέντε τετραετών κυβερνήσεων, τουλάχιστον!
γ) Ο μύθος περί του διαλόγου ως μέσου που διασφαλίζει το πλαίσιο, στο οποίο πραγματοποιούνται οι εγχώριες εκπαιδευτικές μας ζυμώσεις:
Μήτε επιχειρήματα, μήτε παραδείγματα «των λέξεων», χρειάζεται να επικαλεστεί κανείς, για να κάνει φαεινότερο ό,τι καθιστούν απ` άκρη σ` άκρη πασιφανές τα φωτογραφικά καρέ και τα τηλεοπτικά πλάνα από τον εν εξελίξει 'διάλογο' που πραγματοποιούν οι δάσκαλοι και οι νηπιαγωγοί με τα πλέον κατάλληλα κρατικά όργανα ανταλλαγής απόψεων, ιδεών και προτάσεων (με προϋπηρεσία πολλών ετών διαλόγου, αν θυμάστε, με τους συνταξιούχους μας): τα ΜΑΤ!
Είναι ισχυρή η προκατάληψη που θέλει τους ανθρώπους της τέχνης περισσότερο και της επιστήμης λιγότερο, πρόσωπα με ατροφική τη σύνδεσή τους με τον κοινωνικό περίγυρο και τα προβλήματά του ('ζουν στον κόσμο τους', ως 'περιθωριακοί καλλιτέχνες' οι μεν, ως 'τρελλοί επιστήμονες' οι δε). Όμως οι παραπάνω τρεις πολύ συνοπτικά σχολιασμένοι μύθοι περί της εγχώριας εκπαίδευσης δεν αφορούν συγκεκριμένες κοινωνικές ή επαγγελματικές ομάδες –τους δασκάλους ή τους νηπιαγωγούς, των οποίων το έργο εξάλλου συνίσταται σε μία επιδέξια σχοινοβασία πάνω στο δίπολο που συγκροτεί η τέχνη με την επιστήμη. Διότι πρώτον, στην υπόθεση της παιδείας (εδώ μόνον η λέξη “παιδεία” ταιριάζει) συμμετέχουν παντοιοτρόπως οι πάντες και δεύτερον, διότι επίσης οι πάντες, είμαστε, άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο, ανοχύρωτοι έναντι τόσο ισχυρών μύθων –ιδίως όταν αποσιωπούμε στον εαυτό μας κατ΄ αρχήν και έπειτα στους άλλους την “κρίση” μας.
Υποπτεύομαι όμως, πως υπάρχει μια διαφορά μεταξύ ημών των πολιτών –και συνάμα εκπαιδευτικών– και της κατά δήλωσίν της «εντίμου» υπουργού –και καθένα ή καθεμίας υπουργού– παιδείας (ή ό,τι άλλο μεγαλεπώνυμο) σε ό,τι αφορά τη στάση μας έναντι των μύθων, που κατακλύζουν την αντίληψη και ναρκοθετούν τις συνήθειές μας γύρω από τα εκπαιδευτικά του τόπου μας: ο πλανημένος πολίτης δεν είναι το ίδιο κοινωνικά επιβλαβής με τον πλανημένο, την πλανημένη εν προκειμένω, πλην «έντιμη» υπουργό.
* 1η δημοσίευση: Εφημερίδα «Ροδιακή», Κυριακή, 1/10/2006
[1] Βλ. τις ενδεικτικές δηλώσεις της επίκουρου καθηγήτριας του ΑΠΘ και επικεφαλούς της Συντακτικής Ομάδας για το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού, κας Ρεπούση στο αφιέρωμα των “Νέων”, 16-9-2006, κυρίως δε στο “Θέμα της Κυριακής”, 17-9-2006, για τους «φιλελεύθερους» περιορισμούς που της ετέθησαν από τα ΔΕΠΠΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου