Τρίτη, Ιανουαρίου 23, 2024

«Poor Things»: μια κινηματογραφική ωδή στην ελευθερία

Ορισμένες σκέψεις στο σημερινό φύλλο της «Ροδιακής» για το “Poor Things” του Γ. Λάνθιμου – που έλαβε, μόλις πριν από λίγες ώρες, 11 υποψηφιότητες για τα φετινά Όσκαρ.

(Ο Αντ. Κουίν υποστήριζε πως οι υποψηφιότητες είναι σημαντικότερες απ’ τις βραβεύσεις – και θαρρώ πως είχε δίκιο αναλογιζόμενοι την ιστορία του συγκεκριμένου θεσμού).

 

Με μία σημαντική προσθήκη – σε σχέση με την πολλαπλότητα των θεάσεων που έχει παρατηρηθεί πάνω στο συγκεκριμένο φιλμ: πως κάθε ταινία του Λάνθιμου έχει την ικανότητα των ανοιχτών ερμηνειών.

 

Είναι κάτι που επίσης ενοχλεί όσες κι όσους επιθυμούν μία και στο πιάτο "αλήθεια".

 

Η μεγάλη τέχνη, ωστόσο, συνήθως μοιάζει με καθρέφτη απέναντι σε καθρέφτη. Οι απέναντι ανακλάσεις επωάζουν μία διαδοχή ποικίλων ερμηνειών – που επιτρέπει και στον θεατή να ασκηθεί στην δική του ελευθερία.


«Poor Things»: 

μια κινηματογραφική ωδή στην ελευθερία


Το «Poor Things» (2023 - 201’) του Γιώργου Λάνθιμου είναι η ταινία που ό,τι υπόσχεται το προσφέρει στο ακέραιο – κι αυτό την κάνει να ξεχωρίζει από την υπόλοιπη σημαίνουσα φιλμογραφία αυτής της περιόδου (λχ «Ναπολέων»).

 

Κι όχι μόνον.

 

Απομακρυνόμενος από την αφηγηματική γραμμή του ομώνυμου βιβλίου του Άλισντερ Γκρέυ (1η έκδοση: 1992)[1], που υπηρετείται πληθυντικά από τους κεντρικούς του ήρωες, ο Λάνθιμος δίνει τα ηνία ιστορίας εξ ολοκλήρου στην Μπέλλα Μπάξτερ (η Έμμα Στόουν όχι απλώς την υποδύεται, αλλά  ε ί ν α ι  η Μπέλλα Μπάξτερ) – παρακολουθώντας όλα τα γεγονότα από την δική της μεριά.

 

Πρόκειται για μία κίνηση ρουά ματ – όχι μόνο από δραματουργική, αλλά κι από αισθητική σκοπιά. Διότι μέσα από τις 5 –αν μέτρησα σωστά– ηλικιακές φάσεις της Μπέλλα τού δίνεται η ευκαιρία να διαστείλει το «σύμπαν» του έργου του από την βικτωριανή εποχή (όπου διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου το βιβλίο) σε ποικίλες περιοχές του ιστορικού χρόνου – μέχρι και το μέλλον.

 

Έτσι πλέον, δε βλέπουμε την Λισαβόνα, την Αλεξάνδρεια ή το Παρίσι (οι βασικοί σταθμοί του ταξιδιού της) του 19ου αιώνα αυστηρά – αλλά την Λισαβόνα, την Αλεξάνδρεια και το Παρίσι της Μπέλλα.

 

Κι εδώ, όπως και στην περίπτωση του Λονδίνου (της αρχικής αφετηρίας) ή του πλοίου (το μέσο μετάβασης στα προαναφερθέντα δύο λιμάνια) ο Λάνθιμος επιδεικνύει μία μοναδική ικανότητα αφομοίωσης και μετασχηματισμού των καλλιτεχνικών του επιρροών καθώς είναι ευδιάκριτη η παρουσία στοιχείων από τον «Φρανκενστάιν», την «Αλίκη της Χώρας των Θαυμάτων», το «Μετρόπολις» του Φρ. Λάνγκ, την εργογραφία του Λ. Μπουνιουέλ, του Τίμ Μπάρτον, του Ε. Κοστουρίτσα έως και του Λαρς Φον Τρίερ.

 

Είναι όμως ακόμη πιο ευανάγνωστη η προσωπική του σφραγίδα στην μεταμόρφωση όλων αυτών των στοιχείων σε κάτι εντελώς δικό του. Κι αυτό δεν είναι λίγο. Είναι, αν όχι τεκμήριο, σίγουρα ένδειξη ιδιοφυίας.

 

Η ταινία δεν είναι μόνον ένα επίτευγμα από καλλιτεχνική σκοπιά. Διότι μήτε οι εξαιρετικές μέχρι λεπτομέρειας ερμηνείες ενόχλησαν μέρη του ακροατηρίου, μήτε η εκτεταμένη όπως είπαμε, εκφραστική βεντάλια της φωτογραφίας, της μουσικής, των κοστουμιών και του μοντάζ, μήτε τα ψηφιακά εφέ που τοποθετήθηκαν στην τελευταία φάση της παραγωγής της (post-production).

 

ToPoor Things” προϋποθέτει από τον θεατή της μία ειδική συνθήκη που αν δεν είναι έτοιμος να την προσφέρει, κατά την παρουσία του στον κινηματογράφο, όλα τα παραπάνω, όχι απλώς λιώνουν σαν παγωτό τον Αύγουστο, αλλά επιπροσθέτως: ενοχλούν.

 

Και ποια είναι αυτή η ειδική συνθήκη; Έχει να κάνει με μία ανοιχτή διάθεση ή όρεξη να δει τα πράγματα μέσα στον κόσμο της ταινίας – αλλά και του κόσμου μας (αυτό είναι που πρωτίστως, εκτιμώ, κινητοποιεί τους ευρυγώνιους φακούς του Λάνθιμου), αλλιώς.

 

Η ταινία επιτυγχάνει και σε αυτό το επίπεδο: να διεγείρει μία έντονη φιλοσοφική συχνότητα όπου, μεταξύ άλλων, ζητήματα, όπως η σχέση δημιουργού-δημιουργήματος, η σεξουαλικότητα, η πατριαρχικές δομές του παρελθόντος και του σήμερα, η νεκρή συμβατικότητα και ο κάθε λογής κομφορμισμός ακτινογραφούνται με τέτοια διαύγεια κι ένταση, που είναι αδύνατον ο θεατής του φιλμ να κλείσει τα μάτια του.

 

Ας το πούμε απερίφραστα: τo «Poor Things» είναι από τις ταινίες εκείνες που σου ανοίγουν τα μάτια – δεν στα κλείνουν. Και μιλούμε για τα μάτια εκείνα που κοιτούν προς τα έξω – αλλά κι εκείνα που κοιτούν προς τα μέσα.

 

Κυκλοφορεί ευρέως στο διαδίκτυο το σχόλιο πως πρόκειται για ένα έργο που «δεν είναι για όλους». Αναρωτιέμαι ποιο έργο είναι «για όλους» – με την έννοια που το χρησιμοποιούν.

 

Κι όμως το σχόλιο είναι εξόχως αποπροσανατολιστικό. Διότι το «Poor Things» μας αφορά.

 

Αφορά τους ανθρώπους που βλέπουν τον κόσμο δυναμικά, που τον εξετάζουν κάτω από το πέπλο των φαινομένων, που διερευνούν τη γενεαλογία πλήθους ελαττωμάτων ή σφαλμάτων μας και θαρραλέα την απορρίπτουν.

 

Εξ ου και το πολύτροπο (έγχρωμο, μαύρο, …λευκό) χιούμορ της ταινίας. Εξ ου και οι διάσπαρτοι, αλλού ολοφάνεροι κι αλλού κρυμμένοι, συμβολισμοί της.

 

Το «Poor Things», στον πυρήνα του, είναι μια κινηματογραφική ωδή στην ελευθερία.

 

Όχι απλώς την χειροκροτούμε (είναι λίγο και, φυσικά, παθητικό) – όχι απλώς τη συζητούμε (γεγονός που μας εμπλουτίζει, όταν αφήνουμε πίσω τις οικείες μας προκαταλήψεις), μα την …αγκαλιάζουμε με ευγνωμοσύνη!


1η δημοσίευση:

[1] Στην ελληνική εκδοτική παραγωγή κυκλοφορεί ως «Χαμένα Κορμιά», σε μετάφραση: Δημήτρη Βαρδουλάκη (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα), σελ. 344.


Δεν υπάρχουν σχόλια: