Διόλου ρητορικά ερωτώ: γίνεται – έχει, πάει να πει, νόημα υπάρξεως η λογοτεχνία ως αντικείμενο εξετάσεως; Κι αν γίνεται, πώς; Πώς προκύπτει –πέρα από βαθμολογίες και τελικές κατατάξεις– νόημα; Νόημα παιδευτικό, έστω φιλο-λογικό.
Aς ξεκινήσουμε με το δεδομένο, πως η λογοτεχνία έχει την τιμητική της στα εξεταστέα–μετεξεταστέα–εισακτέα και τα λοιπά αξιολογικά «–τέα» της εκπαιδεύσεως σε όλες της τις βαθμίδες. Έως τις εξετάσεις εκπαιδευτικών του ΑΣΕΠ. Έως τις εξετάσεις δασκάλων και νηπιαγωγών για την εισαγωγή της στα Διδασκαλεία της χώρας –όπου και η επικαιρική αφορμή για τούτο το σχόλιο.
Δεν είναι η πρώτη φορά όπου εκφέρεται ο σχετικός προβληματισμός. Όπως επίσης, δεν είναι άγνωστα τα επιχειρήματα υπέρ της ένταξης της λογοτεχνίας στα εξεταστικά προγράμματα μεγάλου μέρους των ανθρωπιστικών σπουδών, οπωσδήποτε σε ολόκληρη την γκάμα των επιστημών που διασυνδέονται με τη διδασκαλία και μελέτη του προφορικού και του γραπτού λόγου.
Δε είναι η πρόθεσή μας να επαναλάβουμε τα αυτονόητα: όπως το ότι το «πώς» των εξετάσεων συναρμόζεται –οργανικά, θα λέγαμε με μια σκόπιμη δόση πλεονασμού– με το «τι» εξετάζεται. Όπως το ότι όποιες υψηλόφρονες προθέσεις –προαγωγή φιλαναγνωσίας, (συγ)κριτική μελέτη κειμένων– δεν βρίσκουν την ενσωμάτωσή τους σε αυτό το εξεταστικό «πώς».
Το καίριο όσον αφορά τη σχέση λογοτεχνίας και σχολείου –ευρύτερα– υποδηλώνεται στο πρόσφατο άρθρο του Γ. Παπαθεοδώρου με τίτλο «Λογοτεχνία και Πολιτισμός» (Κωπηλάτες, τεύχος 3ο, σελ. 31-35): «Το ζήτημα δεν είναι αν η λογοτεχνία διατηρεί το συμβολικό της κεφάλαιο μέσα στη δημόσια σφαίρα, άλλα, αν και σε ποιο βαθμό, η κριτική γνώση και πρόσληψη της λογοτεχνίας, έτσι όπως αυτή παρέχεται (και αξιολογείται, προσθέτουμε) από της επίσημους εκπαιδευτικούς θεσμούς, προάγει μία ιδιαίτερη αντίληψη και σχέση της λογοτεχνίας με την κοινωνική πραγματικότητα: πώς, με άλλα λόγια, η ανάγνωση της λογοτεχνίας μπορεί να μετατραπεί από στερεοτυπική «κιβωτός αξιών» και «καλλιέργειας» σε σημαίνουσα πολιτισμική πρακτική, που διαμορφώνει αλλά και μεταμορφώνει τις συνειδήσεις των πολιτών».
Για ποιού είδους «διαμόρφωση/μεταμόρφωση συνειδήσεων» –ή ό,τι άλλο μεγαλόστομο– να γίνει λόγος, όταν σε εισαγωγικές εξετάσεις για μετεκπαίδευση μάχιμων δασκαλών και νηπιαγωγών το σκεπτικό και οι απαιτήσεις των σχετικών θεμάτων παραπέμπουν –ακόμη και στο ύφος– σε εξετάσεις Λυκείου (Σημ.: Για την εξεταστέα ύλη και τα θέματα της περιόδου 1999-2007 –μεταξύ πολλών άλλων συναφών στοιχείων– βλ. http://www.alfavita.gr/egiklioi/egiklioi20071029b.php): φέτος με εξεταστική αιχμή την «Απιστία» του Κ. Π. Καβάφη, πέρσι με της «Δημοσίους υπαλλήλους» του Κ. Καρυωτάκη κ.ο.κ.;
Με λόγια απλά: μέσα σε τρεις ώρες ένας εκπαιδευτικός, με πενταετή τουλάχιστον προϋπηρεσία, θα πρέπει να ανταποκριθεί σε θέματα κατ’ εξοχήν φιλολογικής αποστήθισης και παπαγαλίας (όπου επιπλέον, κάθε συνιστώσα του θέματος άνετα διεκδικεί την αναγωγή της σε ευμεγέθη κι αυτόνομη διάλεξη), προκειμένου να επιτύχει το 1/3ο της εισόδου του στη διετή μετεκπαίδευσή του!
Να μιλήσει κανείς για παρωδία του λογοτεχνικού κόσμου; Του εκπαιδευτικού χώρου; Και για τα δυο μαζί; Ή μήπως, αν το πράξει θα διολισθήσει στην υπερβολή;
Ναι, αν υπερβάλλει και η ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κ. Δημουλά, η οποία σε μία από τις σπάνιες τηλεοπτικές της παρουσίες (ΝΕΤ, εκπομπή: «Στα άκρα», 3/1/2009. Στο διαδίκτυο βλ. http://www.greektube.org/content/view/49472/2/), σχολίασε αναφορικά με την ένταξη δύο ποιημάτων της στην εγκύκλια σχολική παιδεία, πως είναι μία «αφορμή να με μισήσουν πολλά παιδιά και πολλοί φιλόλογοι».
http://www.alfavita.gr/artra/art2_3_10_1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου