
Η μέχρι στιγμής θητεία της νυν ηγεσίας στο Υπουργείο Παιδείας θυμίζει ως προς ένα βασικό χαρακτηριστικό της τον βίο και την πολιτεία πολλών επίσης μεταπολιτευτικών πολιτικών ηγεσιών που έδρασαν στο εν λόγω υπουργείο. Ποιό είναι αυτό;
Εκεί που μία πιο προκλητική προσέγγιση θα έκανε λόγο για έναν «φετιχισμό της τομής» στα εκπαιδευτικά, αναλογιζόμενη τα εξαγγελλόμενα σχέδια που κατά καιρούς αναπτύσσονται στην δημόσια σφαίρα, εμείς θα αναφερθούμε στην «φαντασίωση της τομής» πάνω και μέσα στο σώμα της ελληνικής θεσμικής εκπαίδευσης – όπως επανεμφανίζεται κατά τις τελευταίες δεκαετίες έως την νυν υπουργό κα Άννα Διαμαντοπούλου.
Εξαιρώντας τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της υπουργίας Γ. Ράλλη (1976-1977) και τη δέσμη νόμων από μέρους της κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ κατά την περίοδο 1982-1984[1], οι οποίες αποτέλεσαν πραγματικές τομές στην ιστορία του ελληνικού σχολείου –καλές ή κακές, γόνιμες ή άγονες, δε σπεύδουμε εδώ να αποφανθούμε– σημειώνεται μία επαναληπτική και, συγκρινόμενη με τα πραγματολογικά δεδομένα της εκάστης περιόδου, καταχρηστική χρήση του όρου «τομή» από τα κομματικά στελέχη που ανέλαβαν την χάραξη και την υλοποίηση της εγχώριας εκπαιδευτικής πολιτικής. Έκτοτε έως σήμερα.
Δεν είναι απορίας άξιον. Διόλου. Εκστόμιζαν και εκστομίζουν αυτό που είναι κοινός τόπος στη δημόσια σφαίρα – είτε από τα χείλη των γονιών (βλ. ψηφοφόρων), είτε ακόμη και από τις παρεμβάσεις των μεγαλύτερων μαθητών (βλ. μελλοντικών ψηφοφόρων): το ελληνικό σχολείο έχει πάμπολλες και μείζονες θεσμικές αγκυλώσεις. Ή πιο σωστά: παμπάλαιες και με την πάροδο των ετών ραγδαία οξυμμένες δομικές δυσανεξίες.
Η φιλοδοξία όμως πολλών πολιτικών ηγεσιών από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 κι έπειτα, δια της ρητορείας τους σχετικά με την ανάγκη της ελληνικής εκπαιδεύσεως για τομές σε όλες της τις βαθμίδες, ξεπέρασε το στάδιο της εύκολης υφαρπαγής της επί του θέματος δυσαρέσκειας του δήμου. Κοινώς: υπερέβη μία απλώς λαϊκίστικη ανακοινωσιολογία.
Δεν είναι λίγοι οι υπουργοί Παιδείας που κατά τα τελευταία 25 έτη οραματίστηκαν για τον εαυτό τους έναν ρόλο θεατού ή αθέατου κοινωνικού αναμορφωτή. Πώς; Μα με το σύνολο των «εργαλείων» που τους κόμισαν οι σχετικές θεσμικές τους αρμοδιότητες. Από εδώ εκπορεύονται και οι πρώτες προφορικές επικλήσεις για «τομές» στον εκπαιδευτικό χώρο.
Αφήνοντας στην άκρη το αν ο συγκεκριμένος υπουργικός θώκος ήταν αντίστοιχος με τις φιλοδοξίες της πολιτικής τους καριέρας και την επίσης κοινότυπη αντίληψη που κατονομάζει συχνά το εκπαιδευτικό χαρτοφυλάκιο «καυτή πατάτα», απέναντι στον δελεασμό της «τομής» λίγοι πολιτικοί που συνέδεσαν τη σταδιοδρομία τους με τις υπηρεσίες παιδείας αντιστάθηκαν. Ίσως από έλλειψη ικανότητας ή ενδιαφέροντος – και τα δύο δεν είναι προαπαιτούμενα του κομματικού σωλήνα που επώασε μεταπολιτευτικά τα ανώτατα στελέχη της δημόσιας διοίκησης. Ίσως από φόβο και καιροσκοπισμό – ενώπιον του μεγάλου αριθμού του υπαλληλικού σώματος που υπηρετεί στην ελληνική θεσμική εκπαίδευση. Ίσως σε τελική ανάγνωση, από αποδοχή των δεσμών και των όρων της μετριοκρατίας που χαρακτήρισε την εν γένει ανθρωπογεωγραφία του πολιτικού συστήματος και η οποία κατά γενική ομολογία κράτησε εδώ και δεκαετίες τον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε κατάσταση διαρκούς υπανάπτυξης. Με δυο λόγια: απέναντι στον πολίτη.
Ας επιμείνουμε στις περιπτώσεις των πολιτικών που εν τέλει επιδίωξαν να πετύχουν «τομές» – εστιάζοντας στην σημερινή πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας που κατά τη γνώμη μας συντονίζει τη ρητορική της μέσα από την φαντασίωση της «τομής».
Προηγείται η εννοιολογική και πραγματολογική συνάμα διάκριση: τί είναι τομή και τί όχι. Είτε απευθυνθεί κανείς στη βιβλιογραφική δεξαμενή της ιατρικής και δη της ανατομίας, είτε στον αντίστοιχο ολοένα και πιο διευρυμένο «σκληρό δίσκο» των κοινωνικών επιστημών, ο όρος τομή συστοιχεί σε μία διαδικασία ανοίγματος που εισάγει το καινούργιο στη θέση του παλαιού και κατά ορισμένη έννοια «ασθενούς» ή «νοσηρού» ή και «νοσογόνου».
Εισήγαγαν λοιπόν, «τομές» οι πιο δραστήριοι επικεφαλής του Υπουργείου Παιδείας (ανεξάρτητα από το τί διακήρυσσαν ή και από το πώς ένιωθαν για τον ρόλο τους) ή μήπως ανέπτυξαν πολιτικές δράσεις απλώς και μόνον διαχειριστικού χαρακτήρα;
Δύο μόνο σχόλια για τους παρελθόντες επικεφαλής, προτού ασχοληθούμε με τους νυν.
Πρώτον: ακόμη και υπουργοί, όπως οι Ν. Κοντογιαννόπουλος (Απρίλιος 1990 – Ιανουάριος 1991), Γ. Αρσένης (Σεπτέμβριος 1996 – Απρίλιος 2000) και Μ. Γιαννάκου (Μάρτιος 2004 – Σεπτέμβριος 2007), οι οποίοι φιλοδόξησαν να προβούν σε ορισμένες αλλαγές απέναντι σε χρόνια προβλήματα της εκπαιδεύσεως, περιγράφουν την περίπτωσή τους με όρους ματαίωσης. Αντικαταστάθηκαν από τους πολιτικούς τους προϊσταμένους ως ακατάλληλοι να προχωρήσουν το τότε κυβερνητικό τους έργο. Ανενεργή λοιπόν, η «τομή» του point system για την συμπεριφορά των μαθητών (Κοντογιαννόπουλος), αναθεωρημένη η «τομή» της αύξησης των εξεταστέων μαθημάτων στις Πανελλήνιες Εξετάσεις (Αρσένης[2]), σε αναστολή τέλος, και η μείωση της επιρροής των κομματικών νεολαιών στις πρυτανικές εκλογές (Γιαννάκου).

Δεύτερον: αν είχαμε όντως τομές από το συγκεκριμένο υπουργικό έργο –έστω ημιτελές– ποιά η συμβολή του στα πραγματικά μείζονα προβλήματα του ελληνικού σχολείου;
Η αποδελτίωση τους μας φέρνει αναπόφευκτα στο σήμερα και στις νεόκοπες «τομές» που επιχειρεί η κα Άννα Διαμαντοπούλου και τα στελέχη που έχει επιλέξει στις κορυφαίες διοικητικές θέσεις του Υπουργείου του οποίου προΐσταται.
Σωρευτικά πλέον με το άμεσο και συγχρόνως ανοιχτό βίωμα τριών δεκαετιών, τέσσερα από τα μείζονα προβλήματα της ελληνικής θεσμικής εκπαίδευσης παραμένουν τα εξής:
1. Η παραπαιδεία: ή αλλιώς, η αμίμητη όπου άλλου «βιομηχανία» του ελληνικού φροντιστηρίου.
2. Η κομματικοποίηση πλήθους διαδικασιών σε όλες της βαθμίδες εκπαιδεύσεως: από τον φοιτητικό έως τον επαγγελματικό-συντεχνιακό συνδικαλισμό.
3. Ο συγκεντρωτισμός του εκπαιδευτικού συστήματος: από την Φλώρινα έως την Ρόδο ομοιογενή προγράμματα σπουδών. Ένα και μοναδικό σχολικό/σπουδαστικό εγχειρίδιο. Το αίτημα για αυτοδιοίκηση του ελληνικού Πανεπιστημίου επί πολλά έτη εκκρεμές, αν και ηχηρό.
4. Η υποχρηματοδότηση του ελληνικού σχολείου: σταθερά στις έσχατες θέσεις των 27 της Ε.Ε[3].
Ας διερωτηθεί απροκατάληπτα ο αναγνώστης για το τί «τομές» επέφεραν οι παρελθόντες υπουργοί Παιδείας και ας στοχαστούμε στοιχειωδώς για το τί «τομές» προώθησε και επισπεύδει χάριν της αντιμετώπισης των παραπάνω προβλημάτων η τωρινή υπουργική ηγεσία.
1. Για την παραπαιδεία: ψηφίστηκε νέο νομοθέτημα που επιτρέπει στον οιονδήποτε –κι όχι αποκλειστικά σε εκπαιδευτικό κατά τον παλαιότερο νόμο– να ιδρύσει και να διευθύνει φροντιστήριο[4].
2. Για την κομματικοποίηση: τα παντοειδή συνδικαλιστικά προνόμια ισχύουν ως είχαν. Η εντός κι εκτός εισαγωγικών συνδικαλιστική μοριοδότηση διατηρείται σε όλα τα επίπεδα. Όσο κι αν εξαγγέλλονται «ανοιχτές διαβουλεύσεις» και «διαδικτυακές διαδικασίες», ο λόγος και το έργο των «αρεστών» βαραίνει του λόγου των «αρίστων».
3. Για τον συγκεντρωτισμό του εκπαιδευτικού συστήματος: ελάχιστες και επιμέρους οι διευρύνσεις στα Α.Π. – μετά την είσοδο της Ευέλικτης Ζώνης (μία πρώτη γεύση εκπαιδευτικής αποκέντρωσης) δεν έχει υιοθετηθεί, ούτε καν συζητείται το «πολλαπλό βιβλίο». Τα Πανεπιστήμια παραμένουν υπόλογα τόσο στην βούληση των κομματικών μειοψηφιών –πρυτανικές εκλογές, καταχρηστικές καταλήψεις– όσο και στο πανταχού παρόν, δια των εγκυκλίων και λοιπών του οδηγιών, Υπουργείο (Χαρακτηριστικό παράδειγμα: ο αριθμός των εισακτέων για κάθε ακαδημαϊκό έτος).
4. Για την υποχρηματοδότηση: για πρώτη φορά στην μεταπολιτευτική περίοδο το ποσοστό του ΑΕΠ για τους πόρους που αποδίδονται στις υπηρεσίες Παιδείας κυμαίνεται μία ανάσα από το όριο του 3% [5].
Η λογική, μάς προτείνει εν προκειμένω δύο ερμηνευτικούς δρόμους: είτε η κα υπουργός δεν θεωρεί τα ανωτέρω ζητήματα «θέματα μείζονος σημασίας», είτε δια των πολιτικών κινήσεων κι επιλογών της (συνοψίσαμε μονάχα το απόσταγμά τους) διατηρεί την βεβαιότητα ότι τα διαχειρίζεται, αν όχι επιτυχώς, τουλάχιστον επαρκώς.
Επιπλέον: έχει κρατήσει η κα Διαμαντοπούλου μακριά από τη δική της ρητορική την «φαντασίωση της τομής»; Υπό συνθήκες ΔΝΤ θα περίμενε κανείς, πως τουλάχιστον σε θέματα άμεσης διασύνδεσης με τον προβληματικό δημοσιο-οικονομικό τομέα να κρατήσει τους τόνους σε χαμηλά επίπεδα. Δεν έχει συμβεί όμως αυτό.

Ο επικοινωνιακός λόγος του Υπουργείου κατά την τελευταία διετία βρίθει συνθημάτων για την «δια βίου εκπαίδευση» και το λεγόμενο «ψηφιακό σχολείο».
Για το πρώτο και μόνο η ενσωμάτωσή του στην νέα επωνυμία του Υπουργείου («Υπουργείο Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων») αρκεί για να αντιληφθεί κανείς τη σημειολογία, αλλά και το ιδεολογικό βάρος του συγκεκριμένου προτάγματος. Ας συλλογιστούμε όμως πρώτα, αν εδώ έχουμε μία ενδιαφέρουσα μεν, εξαγγελία δε, ή μία αντικειμενική τομή;
Αρκεί να αναφέρουμε δύο μόνο τεκμήρια: η υπουργική θητεία της κας Διαμαντοπούλου έχει τη θλιβερή πρωτιά της άρσης της λειτουργίας των Διδασκαλείων της χώρας – ο θεσμός της μετεκπαίδευσης δασκάλων και νηπιαγωγών[6]. Και ακόμα: από το 2010 ουδείς εκπαιδευτικός της πρώτης ή και της δεύτερης βαθμίδας μπορεί να πάρει εκπαιδευτική άδεια μετά αποδοχών για να εκπονήσει μεταπτυχιακές σπουδές[7]. Αποτέλεσμα; Δια βίου αυτο-επιμόρφωση – στο γνωστό μονοπάτι της ακροτελεύτιας ρήσης του Συντάγματος: επαφιόμενη εις τον πατριωτισμό και την ...ευσυνειδησία των Ελλήνων εκπαιδευτικών!
Η συνθηματολογία όμως περί των υποτιθέμενων τομών στα της σύγχρονης εκπαιδεύσεως δεν περιορίζεται στα περί δια βίου. Φτάνει έως το φιλόδοξο κι επιθυμητό, σπεύδουμε να υπογραμμίσουμε, εγχείρημα του «ψηφιακού σχολείου». Ας μας επιτραπεί όμως, αναγνώστη, να μην προβούμε στην περιγραφή του – ούτε καν τηλεγραφικώς.
Είναι καιρός, νομίζουμε, να πλησιάσει τα παιδιά του ο σημερινός πολίτης και να ελέγξει τις σχετικές με την ψηφιακή προοπτική, υποδομές του ελληνικού σχολείου στην παρούσα ιστορική του φάση. Και ακόμη: να επισκοπήσει την επάρκεια ή έστω ενημερότητα του μέσου λειτουργού στις νέες εκπαιδευτικές τεχνολογίες.
Αντί υστερόγραφου – ένα σχόλιο όσον αφορά τις όντως τομές: τομή θα ήταν από μέρους του πολίτη να αποστραφεί με όρους «πολιτικής τιμωρίας» τον συνθηματολόγο πολιτικό. Εξάλλου μόνο αυτό υπολογίζει ο ίδιος ως νεοφώτιστος ή έμπειρος επαγγελματίας του είδους. Αν δεν τιμωρείται (διάβαζε: αν δεν εκλέγεται), λαμβάνει με τους γνωστούς αυτοματισμούς του ασυνειδήτου, «γενική άφεση αμαρτιών» και συνεχίζει στην αυτή συχνότητα της κενολογίας.
Ούτε τέλος, πετυχαίνει κάτι επί της ουσίας όποιος γονέας εγγράφει το παιδί του από δυσφορία ή αποκαρδίωση σε σχέση με το επίπεδο υπηρεσιών δημόσιας παιδείας, σε ιδιωτικό σχολείο: τα βιβλία, τα Αναλυτικά Προγράμματα, τους βασικούς όρους του «παιχνιδιού» τους επιβάλλει κι εδώ το Υπουργείο. Κι ένας ακόμη «ταπεινός» εταίρος: η Αγορά.
Πρώτη δημοσίευση:
"ΝΗΣΙΔΕΣ", περιοδικό τέχνης και λόγου, τεύχος 6
[1] Πρβλ. Σήφη Μπουζάκη, Εκπαιδευτικές Μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα (1974 – 2000) Ευρωπαϊκό Πλαίσιο: Συγκλίσεις, Αποκλίσεις, προοπτικές. Στο Διαδίκτυο: http://www.alba.edu.gr/uploads/Bouzakis.pdf.
[2] Καλό είναι ωστόσο να αναγνωρίσουμε, πως το πέρασμα Αρσένη από το Υπουργείο Παιδείας συνδέθηκε με μία μέχρι και σήμερα ενεργή μεταρρύθμιση στον τρόπο εισόδου-διορισμού των εκπαιδευτικών στην πρώτη και δεύτερη βαθμίδα της δημόσιας εκπαιδεύσεως. Διά των εξετάσεων του ΑΣΕΠ (Νόμος 2525/97). Για την πιο πρόσφατη θεσμική αναδιατύπωση των όρων των προσλήψεων, αλλά και της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών των δύο πρώτων βαθμίδων πρβλ. τον Νόμο 3848 του 2010, ο οποίος δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 71/19-05-2010 τ.Α'. Στο διαδίκτυο: http://www.minedu.gov.gr/publications/docs/_71_3848_19-5-10.pdf .
[3] 4 συν x 14 ανοιχτά προβλήματα, θα μπορούσε να συμπληρώσει ο καθείς. Για μία συνοπτική, πλην τεκμηριωμένη –σε εικόνα και κείμενο– επισκόπηση των κατορθωμάτων, αλλά και των πληγών – κλεισμένων τε και ανοιχτών– του εκπαιδευτικού μας συστήματος από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως την εκπνοή του 20ου αιώνα βλ. Δημαράς Αλ. – Βασίλου-Παπαγεωργίου Β., Από το κοντύλι στον υπολογιστή, 1830-2000: Εκατόν εβδομήντα χρόνια ελληνική εκπαίδευση με λόγια και εικόνες, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2008.
[4] Βλ. στην επίσημη ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων: http://www.minedu.gov.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=2039:12-01-11-xorigisi-adeias-didaskalias-se-frontistiria&catid=149:2011-01-12-07-30-20&Itemid=144&lang=el. Πρβλ. ακόμη την αριθμ. 114/21-12-2010 Πράξη του Π.Υ.Σ.9.Ε Α’ ΑΘΗΝΑΣ.
[5] Βλ. τον Προϋπολογισμό του Οικονομικού Έτους 2011 (Εισηγητική Έκθεση) του υπουργού Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου στο Διαδίκτυο: http://www.minfin.gr/budget/2011/proyp/PDFProyp/1.0.pdf - ειδικότερα τις σελ. 83, 84 και 91, όπου διαβάζουμε πως το εκτιμώμενο ποσό των συνολικών εκπαιδευτικών δαπανών για το τρέχον έτος είναι 6.283 εκατ. ευρώ, ενώ ο αντίστοιχος Προϋπολογισμός του 2009 ανερχόταν στα 7.534 εκατ. ευρώ.
Σχετικά με τις κρατικές δαπάνες ανά τομέα ως ποσοστό του ΑΕΠ, στην ΕΕ-27 το 2008 πρβλ. http://www.3comma14.gr/pi/view_survey.php?id=5871&from=%CE%A3%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%B8%CE%AD%CE%BD%20Link#. Για τα μέχρι το 2001 έτη τέλος, πρβλ. την μελέτη των Δ. Σπυρόπουλου, Χρ. Κοντάρη, Τρ. Αντωνακάκη και Χ. Χαλά, «Οικονομικοί πόροι στην εκπαίδευση». Στο διαδίκτυο – στην ιστοσελίδα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου: http://www.pi-schools.gr/download/programs/erevnes/ax_poiot_xar_prot_deft_ekp/poiot_ekp_erevn/s_437_466.pdf.
[6] Για το σκεπτικό του Υπουργείο σχετικά με το εν λόγω ζήτημα βλ. την επίσημη ενημερωτική επιστολή του Γ. Γ. Β. Κουλαϊδη προς τον Πρόεδρο και το ΔΣ της ΔΟΕ. Στο Διαδίκτυο: http://esos.gr/index2.php?option=com_k2&view=item&task=download&id=525. Επίσης όσον αφορά το ψήφισμα της Συνόδου των Παιδαγωγικών Τμημάτων (14/2/2011) που απαντάει στις σχετικές επιλογές του Υπουργείου βλ. http://www.esos.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=11622:antidraseis-gia-tin-katargisi-ton-didaskaleion&Itemid=1796.
[7] Βλ. την σχετική εγκύκλιο του Υπουργείου για το έτος 2010-2011. Στο Διαδίκτυο: http://www.alfavita.gr/OdigosEkpaideytikou/od1_6_10_925.php.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου