Πλάι στους δασκάλους που η
τύχη ή (πιο συχνά) η ατυχία έφερε στο διάβα μας – υπάρχουν κι εκείνοι που διαλέξαμε να
λειτουργήσουν ως φωτοδείκτες ανηφορίζοντας στον χρόνο – και που με δική μας πρωτοβουλία
μαθητεύσαμε στο έργο και στο παράδειγμά τους.
Ένας
απ’ αυτούς, μιλώντας σε τόνο εξομολογητικό, ήταν ο Μπέρτραντ Ράσσελ (1872-1970)
– μια διακριτή περίπτωση φιλοσόφου και μαθηματικού, που, παρότι η γενιά μου δεν
βρήκε το άστρο του στην ακμή του, –σε αντίθεση, δηλαδή, με όλες τις προηγούμενες
του 20ου αιώνα–, εξακολουθεί να τον ανακαλύπτει σταδιακά, έχοντας
μάλιστα, σε μεγάλο βαθμό απαλλαγεί απ’ τις παρωπίδες που εμφάνιζαν συχνά οι
οπαδοί και οι πολέμιοι του παλαιότερα.
Διότι
η σκέψη και η ευρεία πνευματική κληρονομιά του Ράσσελ δεν έχει την παραμικρή
σχέση με αγελαίες, επιπόλαιες και δογματικές ετικέτες ή, πολύ περισσότερο, με
αντίστοιχες, στημένες ιδεολογικές συνομαδώσεις.
Η
σκέψη που αμφισβητεί τον εαυτό της με την ίδια γενναιότητα που επεξεργάζεται
κριτικά τον κόσμο, δεν λειτουργεί εν τέλει αυτοαναφορικά ή υπό την πίεση
τεχνιτών και κατά φαντασίαν περιορισμών. Είναι σε διαρκή κι ανοιχτό διάλογο με
τα γεγονότα, τις αιτίες και τους μύθους που τα διαπλέκουν και τα νοηματοδοτούν.
Ο
Ράσσελ στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του έβλεπε μια τριπλή αποτυχία: ένιωθε
πως απέτυχε να χτίσει ένα οικοδόμημα βέβαιης γνώσης, να αλφαβητίσει τα
μαθηματικά πάνω στην λογική, να προάγει στην ηθική κρίση των ανθρώπων τον κοινό
παρανομαστή που οφείλει να σχηματίσει η αγάπη απ’ την μία και η ολοένα
αυξανόμενη επιστημονική γνώση απ’ την άλλη.
Ναι,
δεν αστοχεί: σ’ έναν βαθμό πράγματι απέτυχε – με έναν τρόπο όμως που θα τον ζήλευαν
χίλιοι σημερινοί ζηλωτές των λεγόμενων success stories.
[Η εποχή μας, όσο ποτέ
άλλοτε, υποκλίνεται στους θριάμβους της επιτυχίας – απωθώντας ή παραγνωρίζοντας την τυραννική της όψη ακόμη
και σε όσους την γεύονται, αποσιωπώντας κυρίως, πως η ζωή είναι «ανήφορος» και «κατήφορος»
και πως τούτα τα δύο είναι ανόμοιες μόνον ονομασίες του ίδιου δρόμου].
Όλες
οι αποτυχίες του Ράσσελ ήταν πολλαπλά εποικοδομητικές, για την συλλογική μας πείρα,
διότι –ας περιοριστούμε για την ώρα μόνον σε αυτό– μας έδειξαν το επίπλαστο των
ονειροφαντασιώσεων μας: ότι τάχα
υπάρχει σίγουρη γνώση, ότι η λογική και τα μαθηματικά είναι το ένα και το αυτό
και τέλος, ότι μαθαίνουμε όλοι ανεξαιρέτως από τα λάθη μας (ή για να κάνουμε το
αντι-πλατωνικό μας υπαινιγμό πιο ευκρινή: αρκεί να ξ έ ρ ε ι ς , για να κάνεις το σωστό).
Τα
μονοπάτια που ακολούθησαν τα ερευνητικά, τα πολιτικά-ηθικά και τα φιλοσοφικά εγχειρήματα
του Ράσσελ υπάρχουν στα δεκάδες βιβλία του και στην ακόμη, δυστυχώς αμετάφραστη
στα ελληνικά, «Αυτοβιογραφία» του
(τρίτομο έργο αρχικά: 1967-1969 – σήμερα κυκλοφορεί σε ενιαίο τόμο από τις εκδ.
Routledge). Εκεί
θα βρει κανείς τις ποικίλες όψεις μιας ξεχωριστής διάνοιας που χαρτογράφησε όσο
λίγες τα ανθρώπινα, όπως επίσης θα εντοπίσει τα μεγαλειώδη λάθη, τις σκληρές
ματαιώσεις και τις ποικίλες της διαψεύσεις.
Αν ο
Νίτσε (ο οποίος, σημειωτέον, στις περισσότερες του πλευρές βρήκε απέναντι του τον
Ράσσελ) μάς προέτρεψε να γίνουμε αυτό
που είμαστε, ο Ράσσελ μάς υπέδειξε να
μη λογαριάζουμε το κόστος μίας τέτοιας
στάσης. Τα πάθη μας, ούτως ή άλλως εξουσιάζουν την ζωή μας.
Σχετικά
με τα οικεία του πάθη, στην αφετηρία κιόλας της «Αυτοβιογραφίας» του, σημειώνει:
«Τρία
πάθη, απλά, αλλά κατακλυσμιαία, εξουσιάζουν τη ζωή μου: Η λαχτάρα για αγάπη, η
αναζήτηση της γνώσης και η αβάσταχτη θλίψη για τα βάσανα του ανθρώπινου είδους».
Με την μεριά της ζωής – της γνώσης και της αγάπης, επομένως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου