Παρασκευή, Μαρτίου 04, 2011

Περικοπή μίας κάποιας σύντομης συνομιλίας



-->
Στο μνημόσυνο του πατέρα μου είχε μαζευτεί κόσμος πολύς – προηγούταν εξάλλου η Κυριακάτικη Λειτουργία της 2ης εβδομάδας της Αποκριάς. Παρακολουθούσα τα λόγια που εκφωνούσε ο παπάς. Αν γνωρίζεις καλά τη γλώσσα του πρωτοτύπου, απολαμβάνεις βαθύτερα την περιεχόμενη ποίηση και συνάμα γίνεσαι γόνιμο χώμα για τον βλαστό των αναδυώμενων αποριών σου.
Καλώντας το ποίμνιο για το μυστήριο της θείας κοινωνίας ο παπάς μνημόνευσε στον ίδιο στίχο τον φόβο, την αγάπη, τον Θεό. «Φόβο, είπε» ψιθύρισα στην Κ. ενοχλημένος. «Όχι, όπως το εννοείς» μου απαντά. «Εδώ ο φόβος σημαίνει, δέος». «Ας έλεγε λοιπόν, δέος – όχι φόβο» επέμεινα.
Με την Κ. το συνηθίζουμε να ανοίγουμε λαγούμια στα λόγια του τελετουργικού που κάθε φορά παρακολουθούμε. Λαγούμια του Λόγου – πιο σωστά: σκάβοντας στο ξέφωτο του Λόγου.
Αυτό που συνέβη για πρώτη φορά ήταν ότι την σύντομη στιχομυθία μας συνέλαβε η αστυνομία της πίστεως – συγνώμη, η αστυνομικός της πίστεως, ήθελα να πω. Μία γυναίκα μπροστά μου που αν άφηνε να φανεί το πραγματικό χρώμα των μαλλιών της ίσως και να την έλεγαν χαιδευτικά Χιονούλα.
«Ναι, φόβος: γιατί όχι; Κρατάει ο πάτερ στα χέρια του το αίμα και το σώμα του Θεού!». «Φόβος και αγάπη δεν κάνουνε καλό ζευγάρι» προλαβαίνω διστακτικά να αντιτείνω. Και πιο σταθερά προσθέτω ένα από τα πιο παλιά μου ερωτηματικά: «φόβος και αγάπη – μαζί;».
«Εδώ έχεις μπροστά σου το αίμα και το σώμα του Χριστού, τον Θεό τον ίδιο! Αν το πιστεύεις βέβαια. Αλλά είναι εδώ μπροστά σου – δε θα αισθανθείς φόβο;».
Μου είπε κι άλλα – τα σκέπασε η σκέψη ότι ήταν εντελώς μάταιο να άρθρώσω τις προηγούμενές μου ενστάσεις. Δεν είχα αντιληφθεί ο ανόητος πως πέρα από την μέθεξη της στο μυστήριο και την βεβαιότητά της στην ολοστρόγγυλη αλήθεια του, κάθε παραπάνω φράση ήταν για την ίδια μία ανεπιθύμητη ενόχληση.
Έκανα νέα λάθος εκτίμηση: «Δε ήθελα να σου μιλήσω σα δασκάλα ή να σου κάνω κύρηγμα, μα σε είδα καλό και μυαλωμένο νέο και είπα να παρέμβω» με κατακεραύνωσε. «Σας άκουσα» είπα κυριολεκτώντας στο ακέραιο. «Σας άκουσα» δευτερολόγησα αμέσως – με ένα χαμόγελο που φανέρωνε την εκκρεμότητα μεταξύ του σεβασμού στον λόγο του άλλου και στην αμφισβήτησή του.
Πολλές σκέψεις μού έφερε στο κατόπι του αυτός ο σχεδόν ασήμαντος διάλογος. Δε θα σταθώ παρά μόνο σε μία: είναι αδιανόητη η συνομιλία με μία παραίσθηση – του άλλου.
Και κάτι ακόμη: αν ήμουν πιστός και δη ορθόδοξος χριστιανός, θα ντρεπόμουν να βάλω τον φόβο μπροστά από το σώμα και το αίμα του Θεού. Εκτός κι αν λαθαίνω: πουθενά στις κυριολεξίες και τις μεταφορές των Ευαγγελίων δεν υφίσταται παρόρτυνση του Ιησού προς τον φόβο. Ενώπιον της τιμωρίας, ναι, ο φόβος είναι παρόν. Μα για να έρθει κάποιος σε επαφή με τα σημαντικά πρόσωπα και τα πράγματα της ζωής, πόσο μάλλον για Τον πλησιάσει, όχι.
Έπειτα αργά το βράδυ σκέφτηκα να αρθρώσω κάτι από το μελάνι αυτού περιστατικού μέσα μου. Οι ημερολογιακές αυτές καταγραφές δεν υπομνηματίζουν παρά τον αφρό. Προχώρησα στα βαθιά. Εκεί έγραψα το «Ίσως».
Θα το δημοσιεύσω – σε προσεχή ανάρτηση.
Άνευ φόβου και ελέους

Δεν υπάρχουν σχόλια: